Δεν είναι λογικό να υποστηρίξω ότι η τιμωρία είναι μόνο αρνητική και ανώφελη πράξη. Δικαιολογείται από την αδυναμία να εξηγήσουμε...
με λόγια σε ένα μικρό παιδί τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει.
Γράφει ο Lucio Della Seta, ψυχαναλυτής της σχολής του Υung, μέλος του “International Association for Analytical Psychology” .
Μια ιστορία…
Το πρόβλημα είναι ότι οι τιμωρίες, εν γένει, προκαλούν σοβαρά τραύματα στην παιδική ψυχή, διότι συχνότατα είναι ξεσπάσματα θυμού των γονέων ή τυφλή και ανούσια επιθετικότητα, χωρίς καμιά παιδαγωγική βάση. Ο τρόμος που παράγεται εγγράφεται πάνω στα ενοχικά συναισθήματα ή δημιουργούνται και τα δύο μαζί. Θέλω να αναφέρω μια περίπτωση που δεν εγγράφτηκε στο ενοχικό συναίσθημα, αλλά προκάλεσε μόνο πανικό, την οποία όμως θεωρώ ενδιαφέρουσα, διότι περιέχει και ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το παιδικό μυαλό στη διάρκεια μιας τιμωρίας.
Ένα κοριτσάκι πέντε ετών ζούσε με τους γονείς του σε μια μονοκατοικία. Ήταν μοναχοκόρη κι επειδή, όπως συμβαίνει με τα μικρά παιδιά, συχνά βαριόταν, είχε εφεύρει ένα παιχνίδι για να ξεχνιέται. Πήγαινε στον κήπο και ακουμπούσε στα σύρματα του αυλόγυρου που έβλεπε στο δρόμο. Εκεί, με αγγελικό χαμόγελο, ζητούσε από τους περαστικούς να βάλουν το δάχτυλό τους μέσα στα σύρματα και τότε έδινε μια γερή δαγκωματιά. Σημειώνω ότι ήταν ένα πολύ έξυπνο κοριτσάκι και εάν μερικές φορές συμπεριφερόταν έτσι ήταν επειδή είχε γονείς τόσο καλούς και στοργικούς που την έκαναν να νιώθει ασφαλής και προστατευμένη σε βαθμό που να μπορεί να προκαλεί τον κόσμο, τουλάχιστον μέσα από το σπίτι της. Αυτή όμως ήταν μια συνήθεια που έπρεπε να κοπεί με κάθε τρόπο.
Μια μέρα την πήρε ο πατέρας, την οδήγησε στο σαλόνι και της έδωσε μερικές ξυλιές. Η μητέρα ήταν παρούσα, έραβε καθισμένη στην πολυθρόνα κι όσο ο πατέρας τιμωρούσε την κόρη, εκείνη εξακολούθησε ατάραχη τη δουλειά της, χωρίς να σηκώσει ούτε τα μάτια. Οι ξυλιές δεν ήταν τίποτε σοβαρό για τη μικρή, αλλά το γεγονός ότι η μητέρα καθόταν εκεί αμέτοχη και δεν έσπευσε να τη βοηθήσει την τάραξε και την τρόμαξε.
Το ψυχολογικό επίπεδο της ηλικίας της δεν της επέτρεψε να καταλάβει το θέμα και να συλλάβει το συνολικό πλαίσιο. Καταλάβαινε ότι το ξύλο που έτρωγε ήταν επειδή δάγκωνε τους περαστικούς. Ήξερε ότι αυτός που την τιμωρούσε ήταν ο πατέρας της. Αλλά η εικόνα της μητέρας που δεν έτρεξε να τη βοηθήσει, ενώ εκείνη πονούσε, της ήταν εντελώς ακατανόητη, αναίτια, πηγή τρόμου, συμπαντικής μοναξιάς, αίσθηση θανάτου.
Εκείνο το κοριτσάκι σήμερα είναι μια εξηντάχρονη γυναίκα που αντιμετώπισε τις αντιξοότητες της ζωής της με θάρρος. Ήταν πάντοτε καλά ψυχολογικά. Πριν από δυο χρόνια όμως, μετά από μια χειρουργική επέμβαση του συζύγου της η οποία μάλιστα πήγε εξαιρετικά καλά, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη.
Η σκέψη ότι ο άντρα της μπορούσε να πεθάνει -ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που βρισκόταν μπροστά στον πραγματικό κίνδυνο να μείνει μόνη- ξύπνησε το τραύμα της πρωτογενούς μοναξιάς των πέντε της χρόνων. Η ενεργοποίηση ενός παιδικού τραύματος στον ενήλικα προκαλεί μερική παλινδρόμηση. Τα αισθήματα που συνδέονται με το τραύμα βγαίνουν στην επιφάνεια με την αρχική ένταση του παιδικού βιώματος, δε φιλτράρονται από την ώριμη σκέψη ούτε από τη φιλοσοφία της ζωής που αποκτούμε μεγαλώνοντας.
Δίχως το παλιό κείνο τραύμα, το πιο πιθανό είναι ότι αυτή η γυναίκα θα ένιωθε ό,τι νιώθουν όλοι σε παρόμοιες καταστάσεις: μεγάλο φόβο που περνάει μαζί με τον κίνδυνο. Για να αποτρέψει αυτό το τραύμα η μητέρα της όφειλε να βρει τρόπο να είναι πιο συμμετοχική. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να σχολιάσει, «τώρα θα τις φας από τον μπαμπά, για να μάθεις να μη δαγκώνεις τον κόσμο», παίζοντας ενδεχομένως το ρόλο της κακής και πάντως δηλώνοντας, με κάποιο τρόπο, την καθησυχαστική της παρουσία.
Δυστυχώς, το μυαλό των μεγάλων αδυνατεί να συλλάβει τι διαδραματίζεται μέσα στην παιδική ψυχή. Γι’ αυτό μπορεί να μας φαίνεται παράλογο που η εφιαλτική μοναξιά την οποία βίωσε εκείνο το κοριτσάκι για λίγα δευτερόλεπτα σημάδεψε την παιδική ψυχή και ξαναβγήκε στην επιφάνεια με την πρώτη ευκαιρία. Κι όμως, αυτό ακριβώς συνέβη. Το τραύμα εκείνης της μικρής ήταν τόσο ισχυρό που προκάλεσε μια οδυνηρή κατάθλιψη μετά από πενήντα πέντε χρόνια.
Πότε πρέπει να τιμωρούμε τα παιδιά;
Εάν στόχος μας είναι να αποτρέπουμε το παιδί από εκδηλώσεις λανθασμένης συμπεριφοράς τότε, για να μην τραυματίζουμε την αυτοεκτίμησή του, η τιμωρία πρέπει να είναι ακαριαία και να εφαρμόζεται τη στιγμή που γίνεται η αταξία. Όταν αφήνουμε να περνάει χρόνος ανάμεσα στην αταξία και την τιμωρία, δε βοηθούμε το παιδί να αποκτήσει συνείδηση, διότι οι συνειρμοί στον παιδικό μυαλό είναι εύθραυστοι και απλώς του δημιουργούμε ενοχές.
Γιατί η μαμά δεν πρέπει να αναθέτει στον μπαμπά την τιμωρία;
Η αργοπορημένη τιμωρία κάνει πάντα κακό. Μια μητέρα που δεν μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες της και παραπέμπει την τιμωρία «στον μπαμπά που θα γυρίσει το βράδυ και θα γίνει θηρίο, όταν μάθει τι έκανες», δεν μπορεί να επιδράσει θετικά στην ψυχική δομή του παιδιού. Αντιθέτως θα του προκαλέσει εντάσεις που ενδέχεται να εξελιχθούν σε χρόνιο άγχος, θα τον κάνει να μισήσει τον πατέρα αλλά και τη μητέρα, διότι είναι προδότρια, κι αυτό το μίσος θα το κάνει να νιώθει μοναξιά και ενοχή.
Όταν τιμωρούμε ένα παιδί, πρέπει να το κάνουμε να καταλαβαίνει ότι η πράξη του είναι λάθος και όχι το ίδιο.
Κατανοώ πως αυτό έχει δυσκολίες, αλλά, εάν το αποφασίσουμε, πραγματικά θα το πετύχουμε. Είναι πολύ σημαντικό να του δώσουμε να καταλάβει ότι το τιμωρούμε για να θυμάται τι δεν έκανε σωστά και να μην το ξανακάνει. Επίσης, μια τιμωρία για να μη δημιουργεί ενοχές, δεν πρέπει να είναι προσβλητική. Δεν πρέπει να συνοδεύεται από απαξιωτικές λέξεις και να κοινοποιείται στους άλλους. Ένα παιδί καταλαβαίνει με ανακούφιση ότι δεν ταπεινώνεται. Αυτό όχι μόνο δε μειώνει το αποτέλεσμα της τιμωρίας, αλλά ενισχύει και τη συνειδητοποίηση.
Η σημασία της μη λεκτικής τιμωρίας
Είναι καλό λοιπόν να χρησιμοποιούμε τη μη λεκτική επικοινωνία –εξάλλου, όταν απευθυνόμαστε σε ένα παιδί, βασιζόμαστε περισσότερο στις εκφράσεις, στον τόνο της φωνής και στις χειρονομίες. Η τιμωρία είναι επικοινωνία τέτοιου τύπου. Φυσικά, δεν πρόκειται ούτε για αντίποινα ούτε για εκδίκηση, αλλά για μια συμπεριφορά που ο ρόλος της είναι αποκλειστικά και μόνο να αφήνει στη μνήμη του παιδιού ένα μικρό ίχνος, όσο χρειάζεται ώστε από μόνο του να αποφεύγει την αρνητική συμπεριφορά.