Γενικά, έχω μεγάλο πρόβλημα με τους opinion leaders της Ελλάδας, όχι τόσο επειδή δεν συμφωνώ με όσα λένε, αλλά κυρίως επειδή δεν πείθομαι για την αγνότητα του ηθικοπλαστικού τους κηρύγματος. Δηλαδή, είναι άλλο πράγμα να έχεις κάποια άποψη μαζί με τη δυνατότητα να την εκφέρεις δημοσίως, και όλο αυτό να έχει μαζικό αντίκρισμα, και άλλο να στοχεύεις εσκεμμένα στη δημιουργία ορισμένου ρεύματος, μετερχόμενος ψεύτικα μέσα και παραπλανητικές τακτικές. Στην πρώτη περίπτωση είσαι τυχερός και το ηθικό σου πρόσημο είναι μεταβλητό. Μπορεί να είσαι είτε αξιόλογος είτε μ@λάκας. Στην δεύτερη, είσαι οπωσδήποτε ανήθικος. Γιατί δεν αντιπροσωπεύεις έμπρακτα αυτά που λες -απλώς τα χρησιμοποιείς επίτηδες- επειδή ακριβώς ξέρεις ότι...
θα σου αποφέρουν κέρδος.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση, ειλικρινά αδυνατώ να καταλάβω γιατί ο Λάκης Λαζόπουλος εξακολουθεί να έχει τόσο μεγάλο έρεισμα στο τηλεοπτικό κοινό. Στα μάτια μου, η καταγγελτική του περσόνα είναι τόσο βολικά δομημένη και ο λόγος του τόσο ανέξοδα ευπώλητος, που δεν μπορώ να φανταστώ γιατί καταφέρνει ακόμα να διαμορφώνει συνειδήσεις ως ατρόμητος επαναστάτης. Ή μάλλον μπορώ.
Η πάγια πρακτική του Λάκη είναι όσο κραυγαλέα πρέπει για να απωθήσει κάθε σκεπτόμενο άτομο, αλλά παράλληλα, όσο κλασικά ελληνική χρειάζεται, για να συντηρήσει ένα ευρύ φάσμα διαρκώς ανανεούμενων αγελών. Οι ακαλλιέργητες μάζες που, ελλείψει σφαιρικής γνώσης και αισθήματος ευθύνης, παρασύρονται απ’ το θυμικό τους όποτε οι συνθήκες είναι ανώμαλες, τείνουν να συσπειρώνονται γύρω από εκείνον που δείχνει πρόθυμος να εκφράσει θεαματικά την αγανάκτησή τους. Ο Λάκης Λαζόπουλος ψοφάει να γίνεται το δοχείο της λαϊκής οργής, γιατί φιλτράροντάς την κατά τον προσφιλή μεροληπτικό του τρόπο, μπορεί μετά να την διοχετεύει πίσω στο κοινό, εμπλουτισμένη με εύπεπτα, κατευναστικά διδάγματα που ενισχύουν αυτή την άνιση και εμπορευματοποιημένη σχέση πομπού-δέκτη.
Με λίγα λόγια, δέχεται και επιβραβεύει όλα τα παράπονα του κόσμου απέναντι στο κράτος άκριτα, χωρίς να τα αξιολογεί και χωρίς να αποδίδει στον κόσμο τις ευθύνες που του αναλογούν, για να δώσει αργότερα στο κοινό του αυτό που θέλει να ακούσει. Την άβολη αλήθεια όμως, εκείνα δηλαδή τα δεδομένα που καθιστούν όσους τον παρακολουθούν, κομμάτι του ευρύτερου προβλήματος, προτιμά να την πλασάρει με χιουμοριστικό τρόπο, σα να σκέφτεται «OK, έχετε κι εσείς τα κουσούρια σας, αλλά θα σας τα παρουσιάσω υπό μορφή πρόχειρου σκετς μαζί με την Ελένη Γερασιμίδου, για να φανώ αστείος και να μην μου γυρίσετε την πλάτη». Αλλά το πράγμα δεν είναι έτσι, στην πραγματικότητα. Ο δογματισμός του Έλληνα, ο μικροαστισμός του, η επιπολαιότητα, ο φανατισμός, ο ωχαδερφισμός και ο άκρατος ατομισμός του, δεν είναι αμελητέα στοιχεία που κοσμούν διακριτικά τον βίο του και προσφέρονται αποκλειστικά για χιουμοριστικές αναπαραστάσεις. Δεν είναι καν συμπτώματα των κοινωνικοπολιτικών πληγών που αναδεικνύει διαρκώς ο Λάκης. Είναι η αιτία και το αποτέλεσμά τους. Γιατί, όμως, δεν το λέει ποτέ αυτό στο κοινό του;
Ένα μεγάλο κρίμα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι κάποτε ο Λαζόπουλος ήταν ένας πολύ καλός κωμικός. Προτού αποφασίσει να μας σώσει. Είχε αληθινό χιούμορ, απεικόνιζε ανάγλυφα και αποδομούσε ιδανικά τον ελληνικό μικροαστισμό με την τέχνη του, και δεν προσπαθούσε με το ζόρι να γίνει φίλος μας. Όταν αποφάσισε να αναμείξει το ταλέντο του με την ανάγκη του για την δόξα του opinion leader, το αποτέλεσμα ήταν μία άτεχνη πολιτική προπαγάνδα με πολύ πρόχειρο και κακόγουστο εικαστικό context. Ένα μπαρόκ θέαμα που βάζει εύκολους στόχους, κατακεραυνώνει προφανείς παθογένειες και χρησιμοποιεί πεθαμένες μανιέρες για να αναμασήσει κάτι δεδομένο, χωρίς να σε σκουντήξει για να ξεβολευτείς.
Παράλληλα, είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος ο τρόπος με τον οποίο οι παλιοί ήρωες του Λαζόπουλου ανασταίνονται και “εκπορνεύονται”, για να εξυπηρετήσουν την βεβιασμένη και πραγματικά άστοχη σάτιρά του. Ο ίδιος μοιάζει πρόθυμος να εκμεταλλευτεί κάθε σύμβολο των αλλοτινών του επιτυχιών (από τους υπέροχους χαρακτήρες των Μήτσων, μέχρι τους ηθοποιούς που τον πλαισίωναν εκείνη την εποχή), σε κακοστημένα θεατρικά που σε κάνουν να κοκκινίζεις από ντροπή. Και όλο αυτό είναι τόσο κακό για τον ίδιο, γιατί αλλοιώνει μία όμορφη ανάμνηση από τη δουλειά του, στον βωμό ενός κενόδοξου στόχου, που κανείς δεν χρειάζεται. Ούτε εμείς, ούτε αυτός. Γιατί πρέπει να είναι αυτός που θα μας υποδείξει τους κακούς και τους καλούς, τους αξιογέλαστους και τους εμβληματικούς της χώρας; OK, ξέρουμε πια τη γνώμη του – ας κρίνουμε τώρα μόνοι μας.
Μια βόλτα στους λογαριασμούς των πλέον δημοφιλών προσωπικοτήτων του facebook και του twitter αποδεικνύει ότι η πατέντα του Λαζόπουλου επιστρατεύεται κατά κόρον από τα άτομα που έχουν αντίστοιχες βλέψεις, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Συγγραφείς, δημοσιογράφοι, bloggers και καλλιτέχνες που για τους δικούς τους λόγους έχουν στραφεί στα social media για να πραγματοποιήσουν το εμμονικό όνειρο του opinion leader, προσπαθούν να φανατίσουν το κοινό ποντάροντας σε έναν κεντρικό ιδεολογικό άξονα και διαιωνίζοντας μία επιτηδευμένη κόντρα μεταξύ των οπαδών του τελευταίου και των αντιφρονούντων. Δεν έχει σημασία αν αυτοί είναι όντως όσο πωρωμένοι εμφανίζονται – εγώ πιστεύω ότι στην πραγματικότητα δεν δίνουν δεκάρα (όπως, αντίστοιχα, ο Λαζόπουλος, που δε νομίζω ότι κόπτεται ιδιαίτερα για τα δεινά των χαμηλόμισθων). Αυτό που τους απασχολεί, είναι να βρεθούν στο επίκεντρο μίας ευρείας ιδεολογικής διαμάχης (συνήθως με πολιτική χροιά), για να την πυροδοτούν, να τη διευθύνουν και να την κάνουν χάζι, ανάλογα με το κατά πόσο πιστεύουν ότι θα τους προωθήσει ως προσωπικότητες. Είναι απίστευτες οι ορέξεις που έχει ξυπνήσει ο κοινωνικοπολιτικός αναβρασμός της Ελλάδας – αλλά και η βασική πηγή απ’ την οποία οι τελευταίες αναβλύζουν: η ματαιοδοξία.
Στο τέλος της ημέρας, πάντως, τα πάντα έχουν να κάνουν με την ανεξήγητη ανάγκη μας να περιστρεφόμαστε γύρω από αυτές τις τρανές μονάδες διαφώτισης, αναζητώντας ψίχουλα σοφίας, συμπόνιας και καθοδήγησης. Τι είναι αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε ότι έχουν όντως κάτι να μας δώσουν; Ειδικά από τη στιγμή που τα μέχρι τώρα δείγματα της πνευματικής τους προσφοράς είναι απλώς κάποιοι καλλιγραφικοί ακκισμοί, με άφθονη πάντοτε θεατρικότητα. Θα παραδεχτώ το δημόσιο πρόσωπο που θα αναδειχθεί όχι απλώς χωρίς να ενσαρκώνει όλα τα παραπάνω, αλλά ακριβώς επειδή δεν τα ενσαρκώνει. Η κοινή γνώμη της χώρας δεν χρειάζεται άλλο κανάκεμα, αλλά κάμποσες σφαλιάρες.