Ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας -προκύπτει αν διατηρήσουμε διαχρονικά αμετάβλητο το όριο της φτώχειας βάσει της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων του 2008- αυξήθηκε κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να έχει υπερδιπλασιαστεί ο αριθμός των φτωχών νοικοκυριών. Ειδικότερα, το 48% των νοικοκυριών διαβιεί κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές τους ανάγκες.
Αφορμή για την έκδοσή της στάθηκε το 36ο συνέδριο της Συνομοσπονδίας, που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο, έτσι ώστε η άβυσσος που χωρίζει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες από τον κόσμο της εργασίας να επιδεικνύεται και, μάλιστα, με προκλητικό τρόπο… Παρότι, λοιπόν, κανείς δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τους δεκάρικους για αντίσταση των εργαζομένων που ακούστηκαν στην αίθουσα εκδηλώσεων του «Ρόδος Παλλάς», τα όσα αναφέρονται στην έκθεση είναι άκρως αποκαλυπτικά ως………….
προς τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων στην Ελλάδα.
Αρνητικό ρεκόρ στη μείωση κοινωνικών δαπανών
Ξεχωριστή σημασία έχει το πανευρωπαϊκό χρυσό που διεκδικεί η Ελλάδα στη μείωση των δαπανών κοινωνικής προστασίας, παρότι, μάλιστα η φτώχεια επιδεινώνεται συνεχώς. Όπως φαίνεται και στον πίνακα που παραθέτουμε, ενώ σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο μεταξύ 2009 και 2012 οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 4%, 3,1% και 2,8% αντίστοιχα, στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 13,7%. Την Ελλάδα ακολουθούν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που δέχτηκαν Μνημόνια ή πολιτικές άγριας λιτότητας: η Ισπανία με -6,6%, η Πορτογαλία με -6,3%, η Ιταλία με -3,5% και η. Ιρλανδία -1,9%.
Η δραματική συρρίκνωση του ανέκαθεν ελλειμματικού ελληνικού κράτους πρόνοιας τα προηγούμενα χρόνια αποτελεί και το πιο πειστικό επιχείρημα στους εκπροσώπους των πιστωτών που πιέζουν για μείωση των συντάξεων, καθώς δείχνει τα τεράστια κενά που έχει η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα. Παρουσιάζοντας επομένως το ελληνικό κοινωνικό κράτος ως υπερβολικά γενναιόδωρο, απλώς ψεύδονται…
Η ραγδαία φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας είναι άμεσο αποτέλεσμα των αρνητικών αλλαγών που έχουν σημειωθεί στο επίπεδο αμοιβών και στο καθεστώς εργασίας. Σε ό,τι αφορά στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, πλέον το 50% των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς κάτω των 800 ευρώ (έως 499 ευρώ κερδίζει το 14,9%, από 500 ως 699 ευρώ το 22% και μεταξύ 700 και 800 ευρώ το 13,5%), με μισθό από 800 ως 1.000 ευρώ αμείβεται το 18,6% και μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 15,7% παίρνει μισθό μεγαλύτερο των 1.000 ευρώ. Στον δημόσιο τομέα τα πράγματα είναι ελαφρώς καλύτερα, παρά το «τσεκούρι» που έπεσε σε μισθούς και επιδόματα, καθώς, με βάση τα ευρήματα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το 50% των εργαζομένων του αμείβεται με έως 1.099 ευρώ. Η απότομη πτώση των μισθών στην οικονομία κυρίως προκλήθηκε από την ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου κατά 22% και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών το 2012, στο πλαίσιο του δεύτερου Μνημονίου.
Η συντριβή των μισθών στην Ελλάδα χαρίζει στη χώρα μας την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σωρευτική μεταβολή των μέσων πραγματικών αποδοχών την εξαετία 2010-2015, καθώς η μείωση έφτασε το 20,1%. Στη δεύτερη και τρίτη θέση ήταν η Κύπρος και η Πορτογαλία, με μειώσεις της τάξης του 10,4% και 7,5% αντίστοιχα. Στην άλλη άκρη του φάσματος με τις μεγαλύτερες αυξήσεις βρίσκονται η Βουλγαρία, η Λιθουανία και η Λετονία (40,5%, 16,6% και 16,1% αντίστοιχα), όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε.
Η μεγάλη συμπίεση του πραγματικού μισθού κατά 28,1% την εξαετία 2010-2015, έναντι της αντίστοιχης πτώσης της παραγωγικότητας της εργασίας (-10,2%), είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας από τα 17,2 δις ευρώ το τελευταίο τρίμηνο του 2009 σε 10,7 δις ευρώ το γ” τρίμηνο του 2015 ή κατά 6,5 δις ευρώ και 38%. Το εισόδημα της εργασίας υπολογίζεται από τους μισθούς και την τεκμαρτή αμοιβή της εργασίας των αυτοαπασχολουμένων μετά την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και πριν από την καταβολή του φόρου εισοδήματος. Το εισόδημα του κεφαλαίου (κέρδη, τόκοι και πρόσοδοι) μειώθηκε την ίδια περίοδο από 19,8 δις ευρώ σε 17,2 δις ή κατά 2,6 δις ευρώ και 10,3%. Λόγω της πολύ ταχύτερης μείωσης του μεριδίου της εργασίας ως προς το μερίδιο του κεφαλαίου σε απόλυτους αριθμούς το μερίδιό της στο σύνολο (το άθροισμα εργασίας και κεφαλαίου) μειώθηκε ως ποσοστό από 46,49% το 2009 σε 38,35% το 2015. Το μερίδιο του κεφαλαίου, αντίθετα, αυξήθηκε από 53,51 % σε 61,65%!
Διάλυση εργασιακών σχέσεων
Σημαντικό ρόλο στην καταβύθιση των μισθών είχε η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, που αποδεδειγμένα πλέον, παρατηρούν οι ερευνητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, δεν συμβάλλει στην άνοδο της παραγωγικότητας. «Το εύρημα αυτό αποδομεί πλήρως το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα που συσχετίζει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας», σχολιάζεται στην έκθεση. Από το πρώτο πρόγραμμα του 2010 μέχρι και το Μνημόνιο Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015, σε κάθε πρόγραμμα προσαρμογής η κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων κατείχε μεγάλο ειδικό βάρος. Έτσι, πλέον οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας επικρατούν καθολικά, αντιπροσωπεύοντας το 94% του συνόλου των συλλογικών συμβάσεων. Ειδικότερα, σε σύνολο 282 συλλογικών συμβάσεων οι 263 είναι επιχειρησιακές, οι 12 εθνικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές και οι 7 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές.
Ραγδαία είναι επίσης η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης που εδραιώνονται, εκτοπίζοντας τις προσλήψεις πλήρους απασχόλησης. Συγκεκριμένα, πριν εφαρμοστούν τα Μνημόνια, το 2009, οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21 % του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2015, όταν είχαμε «πρώτη φορά Αριστερά», αντιστοιχούσαν στο 55%.
Το συμπέρασμα που αβίαστα εξάγεται είναι ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης είναι το κύριο γνώρισμα της ελληνικής αγοράς εργασίας. Μάλιστα, διερευνώντας τις αιτίες της άνθησης της μερικής απασχόλησης, η έκθεση αναφέρει ότι «η επιλογή της μερικής απασχόλησης δεν καλύπτει την ανάγκη των εργαζομένων να εργάζονται λιγότερες ώρες, επειδή, για παράδειγμα, φροντίζουν παιδιά ή ενήλικες ή παρακολουθούν προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά γίνεται λόγω της έλλειψης θέσεων πλήρους απασχόλησης». Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 2008 το 41,6% των μερικώς απασχολούμενων δήλωνε ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 2015 το ποσοστό αυτό εκτινάχτηκε στο 69,4%.
Η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας ενισχύθηκε και επιταχύνθηκε και από τη μετατροπή των ατομικών συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Μάλιστα αυτή η τάση, ενώ είχε μειωθεί τα έτη 2013-2014, αυξήθηκε απότομα το 2015, όταν στην εξουσία ήταν μια κυβέρνηση που υποσχόταν όχι μόνες νέες, αλλά και ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ παρατηρεί επιπλέον ότι η αύξηση της μερικής απασχόλησης υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια ακόμη μεγαλύτερη άνοδο του ποσοστού ανεργίας από αυτό που καταγράφεται επίσημα. «Εάν κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι οι μερικώς απασχολούμενοι δουλεύουν κατά μέσο όρο τις μισές ώρες απ” ό,τι οι πλήρως απασχολούμενοι, συνεπώς σε κάθε δύο θέσεις μερικής απασχόλησης αντιστοιχεί μία θέση πλήρους απασχόλησης, τότε ο αριθμός των ανέργων θα αυξανόταν κατά 167χιλιάδες και το ποσοστό ανεργίας κατά το γ” τρίμηνο του 2015 θα ήταν 27,5% αντί για 24%». Επομένως μπορούμε να πούμε ότι ακόμη κι αυτή η οριακή μείωση της ανεργίας που καταγράφεται είναι εικονική, καθώς όλο και συχνότερα κάθε θέση εργασίας μοιράζεται σε δύο ή και περισσότερους εργαζομένους.
Σημαντική συμβολή στην επέκταση της φτώχειας είχε όμως και η μεγάλη συρρίκνωση του αριθμού των επιδοτούμενων ανέργων. Η εκρηκτική αύξηση των μακροχρόνια ανέργων σε συνδυασμό με την αλλαγή των προϋποθέσεων καταβολής του επιδόματος ανεργίας το 2013 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιδοτούμενων ανέργων στο μισό: από 2.263.264 το 2010, το 2015 μειώθηκαν στους 1.138.567! Πρόκειται για εξέλιξη που καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας σε όλους τους ανέργους, χωρίς, μάλιστα, προϋποθέσεις. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για να επιβεβαιώσει μια κυβέρνηση τον αριστερό της προσανατολισμό!
Του Λεωνίδα Βατικιώτη για το περιοδικό Επίκαιρα