Ευρωπαίοι επιστήμονες σε μια νέα δημοσίευση μελέτης εντόπισαν πρωτεΐνη ακίδας στην κυκλοφορία του αίματος ατόμων με μακρά COVID-19, δύο μήνες μετά τη μόλυνση και τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, υποδηλώνοντας έτσι ότι η πρωτεΐνη ακίδας μπορεί να παραμείνει στο σώμα πολύ περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί και δεν παραμένει απλά στο σημείο της ένεσης.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στις 27 Δεκεμβρίου στην Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση για Ιατρικές και Φαρμακολογικές Επιστήμες, βρήκε πρωτεΐνη ακίδας εμβολίου σε ασθενείς, τουλάχιστον δύο μήνες μετά τη λήψη της δεύτερης δόσης εμβολίου COVID-19 και ιικής πρωτεΐνης ακίδας σε ένα άτομο που είχε προηγουμένως ανάρρωση από λοίμωξη σε μια ομάδα 81 ασθενών με μακροχρόνιο σύνδρομο COVID. Τα δείγματα που συλλέχθηκαν από την μη εμβολιασμένη ομάδα ελέγχου ήταν αρνητικά για πρωτεΐνη ακίδας.
«Αυτή η μελέτη, σε συμφωνία με άλλες δημοσιευμένες έρευνες, καταδεικνύει ότι τόσο η φυσική πρωτεΐνη όσο και η πρωτεΐνη ακίδας του εμβολίου μπορεί να εξακολουθούν να υπάρχουν σε ασθενείς με μακροχρόνιο COVID-19, υποστηρίζοντας έτσι την ύπαρξη ενός πιθανού μηχανισμού που προκαλεί την επιμονή της πρωτεΐνης ακίδας στο ανθρώπινο σώμα για πολύ περισσότερο από ό,τι προβλεπόταν από τις πρώτες μελέτες», έγραψαν οι συγγραφείς.
Αν και οι ρυθμιστικοί φορείς των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχυρίζονται ότι ο εμβολιασμός κατά του COVID-19 μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης μακροχρόνιου COVID-19, ορισμένες έρευνες φανερώνουν ότι η πάθηση μπορεί να προκαλείται από ανοσολογική υπερβολική αντίδραση στην πρωτεΐνη ακίδας στα εμβόλια COVID-19 που χρησιμοποιούνται για την πρόκληση αντισωμάτων.