Η ελληνική ομάδα του διεθνούς ερευνητικού κέντρου ίδρυσε το δίκτυο HERMESΑν ο Ερμής, ο αγγελιαφόρος των ολύμπιων θεών, μπορούσε να κινείται ελεύθερα ανάμεσα σε δύο κόσμους, των αθανάτων και των θνητών, το νεοσύστατο δίκτυο CERN-HERMES, που φέρει το όνομά του, φιλοδοξεί να γεφυρώσει τα επιτεύγματα της επιστήμης με τις ανάγκες της κοινωνίας. Το πρώτο συνθετικό δεν είναι άλλο από το γνωστό μας CERN, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ερευνα στη Σωματιδιακή
Φυσική, ενώ το δεύτερο αποτελεί ακρωνύμιο του HEllenic Research network on Medical and novΕl technologieS. Αφορμή για τη δημιουργία του δικτύου στάθηκε η τυχαία γνωριμία δύο προσώπων το Πάσχα του 2011, του περιφερειακού συμβούλου Κρήτης και κατ’ επάγγελμα τουριστικού πράκτορα κ. Αλέξανδρου Κοκολάκη και της ερευνήτριας στο CERN δρος Ευαγγελίας Δημοβασίλη, που ζει και εργάζεται στη Γενεύη τα τελευταία 11 χρόνια. Στην πρώτη τους εκείνη συνάντηση δεν ήταν μόνο ο μαγικός κόσμος της επιστήμης που μονοπώλησε το ενδιαφέρον, αλλά και τα ανταποδοτικά οφέλη της χώρα μας από τη συμμετοχή στον μεγαλύτερο ερευνητικό οργανισμό του κόσμου.
Η Ελλάδα έγινε το 1953 ένα από τα 11 ιδρυτικά κράτη-μέλη του CERN, συμμετέχοντας με τους επιστήμονές της στο πανανθρώπινο, όπως εξελίχθηκε, εγχείρημα, που προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε μερικά από τα βαθύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. «Αυτό που άναψε μέσα μου τη φλόγα για τη γέννηση του CERN-HERMES είναι ότι η ετήσια συνδρομή της χώρας μας για τη συμμετοχή της στο CERN ανέρχεται στα 17 εκατομμύρια ευρώ κι όμως η κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται τα ανταποδοτικά οφέλη από τη σημαντική επιστημονική πρόοδο που επιτυγχάνεται εκεί» λέει στο «Βήμα» ο κ. Αλέξανδρος Κοκολάκης.
Η πρότασή του για την οικοδόμηση ενός δικτύου επιστημονικής γνώσης και συνεργασίας που θα ρίχνει γέφυρες για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των επιτευγμάτων του Οργανισμού στην Ελλάδα, αρχικά ξάφνιασε τη συνεργάτριά του. Μοιάζει εξάλλου με βουτιά στα βαθιά για έναν άνθρωπο που δεν έχει καμία σχέση με την έρευνα και την επιστήμη, «ανέλαβε όμως με πάθος να προωθήσει τη δημιουργία του δικτύου και χάρη στον θεσμικό του ρόλο πέτυχε την έγκρισή του από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές ώστε κατόπιν να λάβουμε και την επίσημη αναγνώριση από το CERN» επισημαίνει η δρ Ευαγγελία Δημοβασίλη.
Επίσημη έγκριση
Στην εναρκτήρια συνεδρίαση του HERMES στη «Μέκκα» της επιστήμης, την έδρα του CERN στη Γενεύη, την 1η Ιουνίου 2012, έδωσαν το «παρών» επιστημονικές ομάδες από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, τα Πανεπιστήμια Αθήνας, Πάτρας, Κρήτης, Αλεξανδρούπολης και Λευκωσίας, το ΤΕΙ Αθηνών, το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και φυσικά το CERN. Ολοι μαζί έθεσαν ως βασικούς στόχους του δικτύου την προώθηση της έρευνας σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, την κατάρτιση ελλήνων μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητών στο CERN με υποτροφίες του δικτύου και φυσικά τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στην Ελλάδα.
«Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των ανθρώπων της επιστήμης είναι να βρουν τις δυνατότητες που τους παρέχει η έρευνα για να επιστρέψουν κάτι στην κοινωνία, να της δώσουν απαντήσεις. Το δίκτυο έχει τις προϋποθέσεις να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας που θα κάνουν αυτή την ουμανιστική αρχή πραγματικότητα» σχολιάζει στο «Βήμα» ο δρ Σωτήρης Χαρισόπουλος, ερευνητής του «Δημόκριτου» και μέλος του δικτύου. Το πέρασμα όμως από την έρευνα στην πράξη δεν μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτό από την κοινωνία και χρειάζεται χρόνος για να υπάρξουν μετρήσιμα αποτελέσματα. Η Ελλάδα από την πλευρά της θα πρέπει να επενδύσει για να λάβει ανταπόδοση, «αυτό αποτελεί κανόνα στην Ευρώπη», όπως εξηγεί.
Το δίκτυο μπορεί να δίνει κατευθύνσεις, να κάνει προτάσεις που ανοίγουν νέους ορίζοντες, όμως για να γίνουν πραγματικότητα μεγαλόπνοα πρότζεκτ, απαιτείται ισχυρή πολιτική απόφαση και σοβαρός κεντρικός σχεδιασμός της επένδυσης. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη και την ανταπόκριση της ίδιας της κοινωνίας. Κατά πόσο θα γίνει κοινωνός και θα στηρίξει μια μεγάλη επένδυση που μπορεί να προσφέρει σε έναν τόπο ιδιαίτερο επιστημονικό κύρος και επιχειρηματικές ευκαιρίες» συμπληρώνει.
Συνεργατική έρευνα
Ακριβώς αυτή η διασύνδεση των ελλήνων επιστημόνων με ομάδες του εξωτερικού, αλλά και η προσέγγιση μεταξύ των εγχώριων ομάδων, είναι από τις σημαντικότερες συνεισφορές του δικτύου, σύμφωνα με τον κ. Γεώργιο Λούντο, επίκουρο καθηγητή και μέλος της Ομάδας Πυρηνικής Ιατρικής Απεικόνισης του ΤΕΙ Αθηνών, η οποία συνεργάζεται άμεσα με την ομάδα του δρος Λεκόκ. «Οι δυνάμεις μας στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένες, διότι ελλείψει οικονομικών πόρων για κοινά ερευνητικά προγράμματα, δεν είναι δυνατόν να δομηθούν μακροχρόνιες συνεργασίες ανάμεσα σε ομάδες με συναφή αντικείμενα» εξηγεί.
Ο λόγος που το ζήτημα της συνεργατικής έρευνας εγείρεται στις πρώτες προτεραιότητες του δικτύου «σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στο δόγμα η επιστήμη για την επιστήμη», όπως επισημαίνει, «πάντα στόχος μας είναι το πέρασμα στην κλινική πράξη». Για παράδειγμα, η τομογραφία PET, ένα σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο της ιατρικής απεικόνισης που πρόσφατα εντάχθηκε στην Ελλάδα. «Με αυτή ουσιαστικά χαρτογραφούμε ολόσωμα τον ασθενή για να δούμε πού έχουμε ενεργούς καρκινικούς όγκους» εξηγεί ο κ. Λούντος.
Συγχρόνως, είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την αξονική τομογραφία στην εκτίμηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, «καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγξουμε αν τα καρκινικά κύτταρα έχουν πεθάνει ακόμα και σε χρόνο που ο οργανισμός δεν έχει προλάβει να αποδομήσει ακόμα τον όγκο». Ετσι, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος αρκετών εβδομάδων, ώστε αν ο οργανισμός δεν ανταποκρίνεται, να έχει ο γιατρός τη δυνατότητα να αλλάξει εγκαίρως θεραπευτικό σχήμα.
Κέντρο καινοτομίας
Με βασικό άξονα ένα θέμα ζωτικής σημασίας, τη θεραπεία του καρκίνου, η υλοποίηση αυτής της πρότασης «θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην έρευνα προσελκύοντας στην Ελλάδα επιστήμονες διεθνούς κύρους και αξιοποιώντας το δικό μας επιστημονικό δυναμικό»επισημαίνει η κυρία Δημοβασίλη. Συγχρόνως επιτυγχάνει τον στόχο της μετρήσιμης ανταπόδοσης στην κοινωνία, με τη μεταφορά καινοτομίας από τα ερευνητικά εργαστήρια στην κλινική πράξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση της ανάπτυξης.
Οι εμπνευστές του μεγαλόπνοου αυτού σχεδίου φιλοδοξούν να βάλουν την Κρήτη στον παγκόσμιο χάρτη του ιατρικού τουρισμού, έναν τομέα όπου η χώρα μας παρουσιάζει αρνητικές επιδόσεις, εκμεταλλευόμενοι τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Η υψηλού επιπέδου διαμονή συνδυάζεται με τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά, το ευεργετικό κλίμα, τη μεσογειακή διατροφή και την εύκολη πρόσβαση, χάρη σε ένα πλήθος πτήσεων τσάρτερ που φτάνουν στα τρία αεροδρόμια του νησιού.
Εχοντας διατελέσει τεχνικός διευθυντής στο στάδιο σχεδιασμού και κατασκευής αντίστοιχου πρότζεκτ στην Παβία της Ιταλίας, ο δρ Μάρκο Σιλάρι, μέλος του μόνιμου προσωπικού του CERN, σκοπεύει να συμβάλει στην πραγματοποίησή του όχι μόνο με το επιστημονικό του έργο, αλλά και με τις διεθνείς του διασυνδέσεις, όπως διαβεβαιώνει το «Βήμα». «Είναι μια σημαντική πρωτοβουλία που δεν πρέπει να σταματήσει λόγω της οικονομικής κρίσης, παρά το υψηλό της κόστος. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι στην Ευρώπη χρειάζεται ένα Κέντρο Αδρονικής Θεραπείας ανά 10 εκατ. κατοίκους. Ως αποτέλεσμα το κέντρο δεν θα εξυπηρετεί μόνο την Ελλάδα, αλλά θα αποτελεί την καλύτερη θεραπευτική λύση και για ασθενείς από τη Νότια Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή»επισημαίνει.
Η θεραπεία καρκίνου με επιταχυντικό σύστημα νέας γενιάς και δέσμη πρωτονίων έχει τη δυνατότητα να στοχεύει όγκους που βρίσκονται σε μεγάλα βάθη και σε δύσκολα ανατομικά σημεία, χωρίς να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στους παρακείμενους υγιείς ιστούς. «Το μεγάλο της πλεονέκτημα έναντι της συμβατικής ακτινοθεραπείας είναι ότι καταστρέφει ολοσχερώς το γενετικό υλικό των καρκινικών κυττάρων, επομένως ελαχιστοποιεί την επανεμφάνιση του καρκίνου» συμπληρώνει η ερευνήτρια. Επίσης, ο κίνδυνος πρόκλησης δευτερογενών καρκίνων εξαιτίας ακτινοβόλησης με πρωτόνια είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με τον κίνδυνο που προκύπτει από τη συμβατική ακτινοθεραπεία. Αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιείται στις παιδιατρικές περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο, όπως εξηγεί η κυρία Δημοβασίλη.
Μόνο το κόστος του τεχνολογικού εξοπλισμού ανέρχεται στα 60-70 εκατ. ευρώ και προτείνεται να χρηματοδοτηθεί από εθνικούς και περιφερειακούς πόρους με συγχρηματοδότηση μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ιδιωτικών φορέων και Ιδρυμάτων, καθώς και με την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από εξωτερικούς επενδυτές στον χώρο της Υγείας.
Για να λυθεί το ζήτημα των κλινικών εγκαταστάσεων προτείνεται να χρησιμοποιηθούν κτίρια και εκτάσεις του Βενιζέλειου Νοσοκομείου και του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου.
«Αυτό που μου δίνει δύναμη για τη συνέχεια, ακόμη κι αν η απάντηση της Περιφέρειας δεν είναι θετική, είναι ότι πολλοί επιστήμονες, αλλά και άλλοι φορείς, επαγρύπνησαν, κινητοποιήθηκαν δυνάμεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι το CERN-HERMES θα επιτύχει τους στόχους του» καταλήγει ο κ. Αλέξανδρος Κοκολάκης, ο οποίος αν και δεν μιλά τη γλώσσα της επιστήμης οραματίστηκε να φέρει κοντά τόσους σημαντικούς επιστήμονες και το πέτυχε.
Φυσική, ενώ το δεύτερο αποτελεί ακρωνύμιο του HEllenic Research network on Medical and novΕl technologieS. Αφορμή για τη δημιουργία του δικτύου στάθηκε η τυχαία γνωριμία δύο προσώπων το Πάσχα του 2011, του περιφερειακού συμβούλου Κρήτης και κατ’ επάγγελμα τουριστικού πράκτορα κ. Αλέξανδρου Κοκολάκη και της ερευνήτριας στο CERN δρος Ευαγγελίας Δημοβασίλη, που ζει και εργάζεται στη Γενεύη τα τελευταία 11 χρόνια. Στην πρώτη τους εκείνη συνάντηση δεν ήταν μόνο ο μαγικός κόσμος της επιστήμης που μονοπώλησε το ενδιαφέρον, αλλά και τα ανταποδοτικά οφέλη της χώρα μας από τη συμμετοχή στον μεγαλύτερο ερευνητικό οργανισμό του κόσμου.
Η Ελλάδα έγινε το 1953 ένα από τα 11 ιδρυτικά κράτη-μέλη του CERN, συμμετέχοντας με τους επιστήμονές της στο πανανθρώπινο, όπως εξελίχθηκε, εγχείρημα, που προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε μερικά από τα βαθύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. «Αυτό που άναψε μέσα μου τη φλόγα για τη γέννηση του CERN-HERMES είναι ότι η ετήσια συνδρομή της χώρας μας για τη συμμετοχή της στο CERN ανέρχεται στα 17 εκατομμύρια ευρώ κι όμως η κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται τα ανταποδοτικά οφέλη από τη σημαντική επιστημονική πρόοδο που επιτυγχάνεται εκεί» λέει στο «Βήμα» ο κ. Αλέξανδρος Κοκολάκης.
Η πρότασή του για την οικοδόμηση ενός δικτύου επιστημονικής γνώσης και συνεργασίας που θα ρίχνει γέφυρες για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των επιτευγμάτων του Οργανισμού στην Ελλάδα, αρχικά ξάφνιασε τη συνεργάτριά του. Μοιάζει εξάλλου με βουτιά στα βαθιά για έναν άνθρωπο που δεν έχει καμία σχέση με την έρευνα και την επιστήμη, «ανέλαβε όμως με πάθος να προωθήσει τη δημιουργία του δικτύου και χάρη στον θεσμικό του ρόλο πέτυχε την έγκρισή του από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές ώστε κατόπιν να λάβουμε και την επίσημη αναγνώριση από το CERN» επισημαίνει η δρ Ευαγγελία Δημοβασίλη.
Επίσημη έγκριση
Σχεδόν έναν χρόνο μετά την πρώτη αυτή συνάντηση το Πάσχα του 2011, ο γενικός διευθυντής του CERN, γερμανός καθηγητής Ρολφ Χόιερ, έδωσε την έγκρισή του ώστε να ξεκινήσει η συνεργασία των ελληνικών επιστημονικών ομάδων με τους εμπειρογνώμονες του Οργανισμού. «Υποστηρίζω σθεναρά το δίκτυο HERMES, καθώς η φιλοσοφία του ταιριάζει με τη δική μας αποστολή που είναι η επιστήμη μας να προσφέρει άμεσο όφελος στην κοινωνία» δηλώνει ο δρ Χόιερ στο «Βήμα», ευχόμενος την οικοδόμηση μιας σταθερής γέφυρας επικοινωνίας ανάμεσα στους επιστήμονες και μεταφοράς ερευνητικής τεχνολογίας σε τομείς της καθημερινότητας.
Στην εναρκτήρια συνεδρίαση του HERMES στη «Μέκκα» της επιστήμης, την έδρα του CERN στη Γενεύη, την 1η Ιουνίου 2012, έδωσαν το «παρών» επιστημονικές ομάδες από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, τα Πανεπιστήμια Αθήνας, Πάτρας, Κρήτης, Αλεξανδρούπολης και Λευκωσίας, το ΤΕΙ Αθηνών, το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και φυσικά το CERN. Ολοι μαζί έθεσαν ως βασικούς στόχους του δικτύου την προώθηση της έρευνας σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, την κατάρτιση ελλήνων μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητών στο CERN με υποτροφίες του δικτύου και φυσικά τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στην Ελλάδα.
«Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των ανθρώπων της επιστήμης είναι να βρουν τις δυνατότητες που τους παρέχει η έρευνα για να επιστρέψουν κάτι στην κοινωνία, να της δώσουν απαντήσεις. Το δίκτυο έχει τις προϋποθέσεις να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας που θα κάνουν αυτή την ουμανιστική αρχή πραγματικότητα» σχολιάζει στο «Βήμα» ο δρ Σωτήρης Χαρισόπουλος, ερευνητής του «Δημόκριτου» και μέλος του δικτύου. Το πέρασμα όμως από την έρευνα στην πράξη δεν μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτό από την κοινωνία και χρειάζεται χρόνος για να υπάρξουν μετρήσιμα αποτελέσματα. Η Ελλάδα από την πλευρά της θα πρέπει να επενδύσει για να λάβει ανταπόδοση, «αυτό αποτελεί κανόνα στην Ευρώπη», όπως εξηγεί.
Το δίκτυο μπορεί να δίνει κατευθύνσεις, να κάνει προτάσεις που ανοίγουν νέους ορίζοντες, όμως για να γίνουν πραγματικότητα μεγαλόπνοα πρότζεκτ, απαιτείται ισχυρή πολιτική απόφαση και σοβαρός κεντρικός σχεδιασμός της επένδυσης. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη και την ανταπόκριση της ίδιας της κοινωνίας. Κατά πόσο θα γίνει κοινωνός και θα στηρίξει μια μεγάλη επένδυση που μπορεί να προσφέρει σε έναν τόπο ιδιαίτερο επιστημονικό κύρος και επιχειρηματικές ευκαιρίες» συμπληρώνει.
Συνεργατική έρευνα
Ο δρ Πολ Λεκόκ, εκλεγμένο μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών, μόνιμο μέλος του CERN και τεχνικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ερευνας για την Ιατρική Απεικόνιση, έγινε μέλος του δικτύου CERN-HERMES τον περασμένο Αύγουστο. «Η αυξανόμενη ανάγκη της ανθρωπότητας για αποτελεσματικότερα διαγνωστικά εργαλεία και περισσότερο εξατομικευμένη θεραπεία έχει καταστήσει τη μεταφορά τεχνολογιών αιχμής από τα ερευνητικά εργαστήρια στην Ιατρική απαραίτητη» τονίζει στο «Βήμα». Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται μια ομάδα εμπνευσμένων ανθρώπων που θα δουλέψουν εντατικά σε διεθνές και διεπιστημονικό επίπεδο, προϋποθέσεις τις οποίες πληροί, όπως εξηγεί, το δίκτυο HERMES, κερδίζοντας τη θερμή υποστήριξή του.
Ακριβώς αυτή η διασύνδεση των ελλήνων επιστημόνων με ομάδες του εξωτερικού, αλλά και η προσέγγιση μεταξύ των εγχώριων ομάδων, είναι από τις σημαντικότερες συνεισφορές του δικτύου, σύμφωνα με τον κ. Γεώργιο Λούντο, επίκουρο καθηγητή και μέλος της Ομάδας Πυρηνικής Ιατρικής Απεικόνισης του ΤΕΙ Αθηνών, η οποία συνεργάζεται άμεσα με την ομάδα του δρος Λεκόκ. «Οι δυνάμεις μας στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένες, διότι ελλείψει οικονομικών πόρων για κοινά ερευνητικά προγράμματα, δεν είναι δυνατόν να δομηθούν μακροχρόνιες συνεργασίες ανάμεσα σε ομάδες με συναφή αντικείμενα» εξηγεί.
Ο λόγος που το ζήτημα της συνεργατικής έρευνας εγείρεται στις πρώτες προτεραιότητες του δικτύου «σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στο δόγμα η επιστήμη για την επιστήμη», όπως επισημαίνει, «πάντα στόχος μας είναι το πέρασμα στην κλινική πράξη». Για παράδειγμα, η τομογραφία PET, ένα σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο της ιατρικής απεικόνισης που πρόσφατα εντάχθηκε στην Ελλάδα. «Με αυτή ουσιαστικά χαρτογραφούμε ολόσωμα τον ασθενή για να δούμε πού έχουμε ενεργούς καρκινικούς όγκους» εξηγεί ο κ. Λούντος.
Συγχρόνως, είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την αξονική τομογραφία στην εκτίμηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, «καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγξουμε αν τα καρκινικά κύτταρα έχουν πεθάνει ακόμα και σε χρόνο που ο οργανισμός δεν έχει προλάβει να αποδομήσει ακόμα τον όγκο». Ετσι, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος αρκετών εβδομάδων, ώστε αν ο οργανισμός δεν ανταποκρίνεται, να έχει ο γιατρός τη δυνατότητα να αλλάξει εγκαίρως θεραπευτικό σχήμα.
Κέντρο καινοτομίας
Το πρώτο δείγμα γραφής του HERMES κατατέθηκε στα τέλη Ιουλίου ως πρόταση στο περιφερειακό συμβούλιο Κρήτης και στον περιφερειάρχη κ. Σταύρο Αρναουτάκη για τη δημιουργία ενός Κέντρου Θεραπείας Πρωτονίων για τον καρκίνο στην Κρήτη.«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία. Ενα τέτοιο κέντρο μπορεί να γίνει πόλος προώθησης της επιστημονικής γνώσης και καινοτομίας, ενώ συγχρόνως θα καταστήσει το νησί εξαιρετικό προορισμό για ιατρικό τουρισμό, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχο κέντρο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» λέει ο κ. Κοκολάκης.
Με βασικό άξονα ένα θέμα ζωτικής σημασίας, τη θεραπεία του καρκίνου, η υλοποίηση αυτής της πρότασης «θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην έρευνα προσελκύοντας στην Ελλάδα επιστήμονες διεθνούς κύρους και αξιοποιώντας το δικό μας επιστημονικό δυναμικό»επισημαίνει η κυρία Δημοβασίλη. Συγχρόνως επιτυγχάνει τον στόχο της μετρήσιμης ανταπόδοσης στην κοινωνία, με τη μεταφορά καινοτομίας από τα ερευνητικά εργαστήρια στην κλινική πράξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση της ανάπτυξης.
Οι εμπνευστές του μεγαλόπνοου αυτού σχεδίου φιλοδοξούν να βάλουν την Κρήτη στον παγκόσμιο χάρτη του ιατρικού τουρισμού, έναν τομέα όπου η χώρα μας παρουσιάζει αρνητικές επιδόσεις, εκμεταλλευόμενοι τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Η υψηλού επιπέδου διαμονή συνδυάζεται με τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά, το ευεργετικό κλίμα, τη μεσογειακή διατροφή και την εύκολη πρόσβαση, χάρη σε ένα πλήθος πτήσεων τσάρτερ που φτάνουν στα τρία αεροδρόμια του νησιού.
Εχοντας διατελέσει τεχνικός διευθυντής στο στάδιο σχεδιασμού και κατασκευής αντίστοιχου πρότζεκτ στην Παβία της Ιταλίας, ο δρ Μάρκο Σιλάρι, μέλος του μόνιμου προσωπικού του CERN, σκοπεύει να συμβάλει στην πραγματοποίησή του όχι μόνο με το επιστημονικό του έργο, αλλά και με τις διεθνείς του διασυνδέσεις, όπως διαβεβαιώνει το «Βήμα». «Είναι μια σημαντική πρωτοβουλία που δεν πρέπει να σταματήσει λόγω της οικονομικής κρίσης, παρά το υψηλό της κόστος. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι στην Ευρώπη χρειάζεται ένα Κέντρο Αδρονικής Θεραπείας ανά 10 εκατ. κατοίκους. Ως αποτέλεσμα το κέντρο δεν θα εξυπηρετεί μόνο την Ελλάδα, αλλά θα αποτελεί την καλύτερη θεραπευτική λύση και για ασθενείς από τη Νότια Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή»επισημαίνει.
Τι είναι η αδρονική θεραπεία
Βομβαρδισμός όγκων χειρουργικής ακρίβειας
«Η θεραπεία πρωτονίων είναι τεχνολογικά η πιο σύγχρονη και ιατρικά η πιο αποτελεσματική μέθοδος ακτινοθεραπείας, με ποσοστά επιτυχίας που αγγίζουν το 90% σε ορισμένους τύπους καρκίνου» επισημαίνει στο «Βήμα» η δρ Ευαγγελία Δημοβασίλη. Αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε με τη βοήθεια επιταχυντών που χρησιμοποιούνται στη βασική έρευνα στη Φυσική. Είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις που οι καρκινικοί όγκοι είτε βρίσκονται πολύ κοντά σε κρίσιμα όργανα και ευαίσθητες δομές όπως ο νωτιαίος μυελός, είτε αποκρίνονται ελάχιστα στη συμβατική ακτινοθεραπεία, ενώ ο χρόνος θεραπείας είναι σημαντικά μικρότερος.
Βομβαρδισμός όγκων χειρουργικής ακρίβειας
«Η θεραπεία πρωτονίων είναι τεχνολογικά η πιο σύγχρονη και ιατρικά η πιο αποτελεσματική μέθοδος ακτινοθεραπείας, με ποσοστά επιτυχίας που αγγίζουν το 90% σε ορισμένους τύπους καρκίνου» επισημαίνει στο «Βήμα» η δρ Ευαγγελία Δημοβασίλη. Αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε με τη βοήθεια επιταχυντών που χρησιμοποιούνται στη βασική έρευνα στη Φυσική. Είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις που οι καρκινικοί όγκοι είτε βρίσκονται πολύ κοντά σε κρίσιμα όργανα και ευαίσθητες δομές όπως ο νωτιαίος μυελός, είτε αποκρίνονται ελάχιστα στη συμβατική ακτινοθεραπεία, ενώ ο χρόνος θεραπείας είναι σημαντικά μικρότερος.
Η θεραπεία καρκίνου με επιταχυντικό σύστημα νέας γενιάς και δέσμη πρωτονίων έχει τη δυνατότητα να στοχεύει όγκους που βρίσκονται σε μεγάλα βάθη και σε δύσκολα ανατομικά σημεία, χωρίς να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στους παρακείμενους υγιείς ιστούς. «Το μεγάλο της πλεονέκτημα έναντι της συμβατικής ακτινοθεραπείας είναι ότι καταστρέφει ολοσχερώς το γενετικό υλικό των καρκινικών κυττάρων, επομένως ελαχιστοποιεί την επανεμφάνιση του καρκίνου» συμπληρώνει η ερευνήτρια. Επίσης, ο κίνδυνος πρόκλησης δευτερογενών καρκίνων εξαιτίας ακτινοβόλησης με πρωτόνια είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με τον κίνδυνο που προκύπτει από τη συμβατική ακτινοθεραπεία. Αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιείται στις παιδιατρικές περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο, όπως εξηγεί η κυρία Δημοβασίλη.
Επένδυση από το μέλλον
Μεγάλο το κόστος, αλλά και η κινητοποίηση
Η πολυπλοκότητα του πρότζεκτ γίνεται αντιληπτή εάν αναλογιστούμε ότι εκτός από τις κλινικές εγκαταστάσεις απαιτούνται διαγνωστικά μηχανήματα, ακριβή συστήματα σχεδιασμού της ακτινοθεραπείας, επιταχυντής, συστήματα ασφαλείας και φυσικά κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Μεγάλο το κόστος, αλλά και η κινητοποίηση
Η πολυπλοκότητα του πρότζεκτ γίνεται αντιληπτή εάν αναλογιστούμε ότι εκτός από τις κλινικές εγκαταστάσεις απαιτούνται διαγνωστικά μηχανήματα, ακριβή συστήματα σχεδιασμού της ακτινοθεραπείας, επιταχυντής, συστήματα ασφαλείας και φυσικά κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Μόνο το κόστος του τεχνολογικού εξοπλισμού ανέρχεται στα 60-70 εκατ. ευρώ και προτείνεται να χρηματοδοτηθεί από εθνικούς και περιφερειακούς πόρους με συγχρηματοδότηση μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ιδιωτικών φορέων και Ιδρυμάτων, καθώς και με την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από εξωτερικούς επενδυτές στον χώρο της Υγείας.
Για να λυθεί το ζήτημα των κλινικών εγκαταστάσεων προτείνεται να χρησιμοποιηθούν κτίρια και εκτάσεις του Βενιζέλειου Νοσοκομείου και του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου.
«Αυτό που μου δίνει δύναμη για τη συνέχεια, ακόμη κι αν η απάντηση της Περιφέρειας δεν είναι θετική, είναι ότι πολλοί επιστήμονες, αλλά και άλλοι φορείς, επαγρύπνησαν, κινητοποιήθηκαν δυνάμεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι το CERN-HERMES θα επιτύχει τους στόχους του» καταλήγει ο κ. Αλέξανδρος Κοκολάκης, ο οποίος αν και δεν μιλά τη γλώσσα της επιστήμης οραματίστηκε να φέρει κοντά τόσους σημαντικούς επιστήμονες και το πέτυχε.