Όπως μία επιχείρηση που χρεοκοπεί είναι έρμαιο στις διαθέσεις των πιστωτών της, εάν δεν δηλώσει επίσημα στάση πληρωμών, αφενός μεν για να προστατεύσει τα πάγια της, αφετέρου για να διαπραγματευθεί τη διαγραφή μέρους των χρεών της με τους πιστωτές, το ίδιο συμβαίνει και με ένα κράτος.
Το γεγονός αυτό έχει διαπιστωθεί πολλές φορές στην ιστορία, όπως με τη Γερμανία το 1953, με τη Ρωσία το 1998 ή με τις Η.Π.Α. το 1971 – όταν αρνήθηκαν μονομερώς να πληρώσουν τα χρέη τους με χρυσό, παρά το ότι ήταν υποχρεωμένες από τη διεθνή ………….
Το γεγονός αυτό έχει διαπιστωθεί πολλές φορές στην ιστορία, όπως με τη Γερμανία το 1953, με τη Ρωσία το 1998 ή με τις Η.Π.Α. το 1971 – όταν αρνήθηκαν μονομερώς να πληρώσουν τα χρέη τους με χρυσό, παρά το ότι ήταν υποχρεωμένες από τη διεθνή ………….
σύμβαση του Bretton Woods.
Ειδικά η Ρωσία είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως θα το επαναλάβει, εάν συνεχίσει να πιέζεται από τις κυρώσεις της Δύσης, σε συνδυασμό με την κάθετη πτώση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών – το αργότερο όταν/εάν διαπιστώσει πως η μακροπρόθεσμη ωφέλεια για τους Πολίτες της είναι μεγαλύτερη, από τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες της χρεοκοπίας.
Με απλά λόγια, δεν πρόκειται να φοβηθεί καθόλου να επιλέξει με δική της πρωτοβουλία τη στάση πληρωμών (άρθρο) – ένα ενδεχόμενο που θα δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στο δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο έτσι και αλλιώς κρέμεται κυριολεκτικά από μία λεπτή κλωστή, ευρισκόμενο στα όρια της κατάρρευσης.
Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος που διαχειρίζεται τα οικονομικά της, έχοντας τοποθετήσει στο εξωτερικό τόσα ακριβώς χρήματα, όσα και αυτό στην ίδια (περί το 1,1 τρις $), αποδεικνύει πως είναι προετοιμασμένη για μία τέτοια ενέργεια – όταν και εάν φυσικά κριθεί αναγκαία.
Η ελληνική χρεοκοπία
Στην περίπτωση τώρα της Ελλάδας, η χρεοκοπία της είναι προ πολλού δεδομένη, ενώ δυστυχώς καθυστερείται παράνομα – γεγονός που μας οδήγησε στο να τη χαρακτηρίσουμε ως «κυλιόμενη» (ανάλυση).
Παρά το ότι δε η ευθύνη για το ύψος του δημοσίου χρέους έως το 2010 είναι αναμφίβολα δική μας, από το χρονικό αυτό σημείο και μετά είναι υπεύθυνη η Τρόικα – αφού αυτή ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Πόσο μάλλον όταν το ΔΝΤ έχει αποδεχθεί μόνο του ότι, τόσο η διάγνωση (άρθρο), όσο και η συνταγήπου επέβαλλε για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ήταν λανθασμένα.
Εάν τώρα η Ελλάδα συνεχίσει να μην επιλέγει την επίσημη χρεοκοπία της, θα της επιβάλλονται διαρκώς νέα «προαπαιτούμενα», για να μπορεί να εισπράττει τις δόσεις των εκάστοτε δανείων που της παρέχονται – με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι φόροι, να μειώνονται οι μισθοί, να κλιμακώνεται η ανεργία, να οδηγούνται ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις στην πτώχευση, να εντείνεται η ύφεση, να περιορίζεται το ΑΕΠ κοκ.
Παράλληλα, οι πιστωτές της θα προσπαθήσουν να εξαγοράσουν/κατασχέσουν όλα της τα περιουσιακά στοιχεία, δημόσια και ιδιωτικά, σε τιμές ξεπουλήματος – ενώ η κυβέρνηση της θα εξευτελίζεται διεθνώς, όπως πρόσφατα ο πρωθυπουργός στη μίνι σύσκεψη κορυφής για το προσφυγικό. Επί πλέον, θα είναι καταναγκασμένη να κάνει όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις, καθώς επίσης διαρκώς περισσότερους συμβιβασμούς – επιδεινώνοντας κάθε φορά την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και μεταναστευτική κρίση στην πατρίδα μας.
Στα πλαίσια αυτά, τα «τέσσερα κλειδιά για την έξοδο από την κρίση» που ανέφερε πρόσφατα η κυβέρνηση (ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, προαπαιτούμενα, εφαρμογή ενός προγράμματος ανάπτυξης), όπως επίσης τα αντίστοιχα «σχέδια επί χάρτου» της αντιπολίτευσης, είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, ψευδαισθησιακά – αφού δεν πρόκειται να επενδύσει ποτέ κανένας στην Ελλάδα, ρισκάροντας τα χρήματα του, όσο το χρέος της, δημόσιο και ιδιωτικό πλέον, είναι στα σημερινά δυσθεώρητα επίπεδα, συνεχίζοντας να αυξάνεται αλματωδώς.
Με απλά λόγια, όταν μία χώρα είναι ήδη χρεοκοπημένη, αφού δεν μπορεί να δανεισθεί από τις αγορές ευρισκόμενη στον ορό των εταίρων της, χωρίς να γνωρίζει τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα, κανένας δεν διακινδυνεύει να τοποθετήσει τα χρήματα του – συνειδητοποιώντας πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να κουρευτούν.
Το ίδιο συμβαίνει με τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες είναι βυθισμένες στα κόκκινα δάνεια και στα χρέη,αδυνατώντας να ανταποκριθούν στη βασικότερη λειτουργία τους, χωρίς την οποία δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν: στο δανεισμό, όχι επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα (ανάλυση), αλλά λόγω του ότι δεν υπάρχουν πλέον αξιόχρεοι οφειλέτες.
Προφανώς, κανένας δεν δανείζει υφιστάμενους ή μελλοντικούς ανέργους, καθώς επίσης επιχειρήσεις υποψήφιες να χρεοκοπήσουν – πόσο μάλλον όταν οι εγγυήσεις που μπορούν να παρέχουν, τα περιουσιακά τους στοιχεία δηλαδή, χάνουν συνεχώς την αξία τους.
Ακόμη όμως και να υπήρχε η δυνατότητα δανεισμού, καθώς επίσης η διάθεση ανάληψης παράλογου ρίσκου,κανένας δεν επενδύει σε μία χώρα που μειώνεται συνεχώς η ζήτηση, ενώ το ανεκμετάλλευτο παραγωγικό της δυναμικό είναι τόσο μεγάλο – έχοντας χάσει πλέον την επαφή του ακόμη και με την Ισπανία, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς πως υπάρχει η δυνατότητα εκμετάλλευσης της ζήτησης στο εξωτερικό – κάτι που είναι όμως ουτοπικό, όταν η Ευρωζώνη αγωνίζεται να αποφύγει την ύφεση, όλες οι υπερχρεωμένες χώρες προσπαθούν να εξάγουν, στον υπόλοιπο πλανήτη μειώνεται η ανάπτυξη, ενώ ηανταγωνιστικότητα της χώρας μας είναι ένα από τα πολλά θύματα της Γερμανίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, η μοναδική λύση που έχει στη διάθεση της η Ελλάδα είναι η ονομαστική διαγραφή τουλάχιστον του 50% του δημοσίου χρέους της, η οποία θα επέτρεπε μία αντίστοιχη διαγραφή του ιδιωτικού χρέους – έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα του δημόσιου και ιδιωτικού της τομέα, η πραγματική εξυγίανση του τραπεζικού της συστήματος, η αύξηση της ζήτησης, των επενδύσεων, του ΑΕΠ, των εσόδων του δημοσίου χωρίς νέους φόρους κοκ.
Επειδή όμως ποτέ κανένας δανειστής δεν συμφωνεί με τη διαγραφή των απαιτήσεων του, πόσο μάλλον τα κράτη που μας έχουν δανείσει, αφού θα έπρεπε να ψηφισθεί από τα Κοινοβούλια τους, η Ελλάδα δεν έχει πια καμία άλλη εναλλακτική δυνατότητα από τη μονομερή στάση πληρωμών – έτσι ώστε, στη συνέχεια, να διαπραγματευθεί το «κούρεμα» με τους πιστωτές της.
Με δεδομένο δε το ότι, το δημόσιο χρέος της σε όρους μισθών, εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων έχει ήδη διπλασιαστεί (στα 640 δις € περίπου, αφού η μείωση είναι τουλάχιστον 50%), ενώ το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό της χρέος σε τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία είναι εκτός ελέγχου (άνω των 200 δις €), η διαγραφή δεν είναι μόνο απαραίτητη αλλά, επίσης, εξαιρετικά επείγουσα – αφού η χώρα μας θα μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, μετατρεπόμενη σε ένααποτυχημένο κράτος, επικίνδυνο για ολόκληρη την περιοχή της.
Τα ερωτήματα
Στα πλαίσια αυτά, το πρώτο ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι εάν η Ελλάδα μπορεί να δηλώσει στάση πληρωμών, παραμένοντας μέλος της Ευρωζώνης – ιδίως μετά τη διαρροή της σύσκεψης που προηγήθηκε του άνευ όρων συμβιβασμού του πρωθυπουργού (13.07.15), όπου οι δεκαπέντε από τις χώρες που συμμετείχαν τάχθηκαν υπέρ της πρότασης της Γερμανίας (έξοδος της Ελλάδας για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα).
Στο σημείο αυτό, κανένας δεν έχει τη δυνατότητα να υποχρεώσει την Ελλάδα στην έξοδο της από τη νομισματική ένωση (ανάλυση) – ενώ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ρευστότητας, υιοθετώντας ένα παράλληλο νόμισμα. Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού έχει συμβεί στην Καλιφόρνια, όταν βρέθηκε στα όρια της χρεοκοπίας – χωρίς φυσικά να απειληθεί με την εκδίωξη της από τις Η.Π.Α., όπως προσπαθεί να εξαναγκάσει την Ελλάδα η Γερμανία.
Η επόμενη, πολύ πιο δύσκολη ερώτηση, είναι εάν θα μπορούσε κανείς να εμπιστευθεί τη σημερινή μας κυβέρνηση, όσον αφορά την απαίτηση διαγραφής χρέους (με την οποία άλλωστε υπεξαίρεσε την ψήφο των Πολιτών στις εκλογές του Ιανουαρίου), με εναλλακτική λύση τη στάση πληρωμών – πόσο μάλλον όταν έχει τεκμηριώσει την αδυναμία της στο πρώτο επτάμηνο της διακυβέρνησης της χώρας, όπου έκανε τρομακτικά λάθη, φτάνοντας ακόμη και στο κλείσιμο των τραπεζών (η επιβολή ελέγχων στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων που ακολούθησε, σημαίνει πως η Ελλάδα είναι ήδη μόνο στα χαρτιά μέλος της ΕΕ, αφού κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την κοινοτική νομοθεσία).
Η απάντηση εδώ είναι προφανώς αρνητική, αφού θα ήταν εντελώς ανεύθυνο να υποστηρίξει κανείς κάτι διαφορετικό – χωρίς να υπάρχει ελπίδα ούτε από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικά λόγω του ότι τοποθετείται ανόητα υπέρ των μνημονίων, παρά την αποδεδειγμένη αποτυχία τους (ανάλυση).
Εύλογα λοιπόν οι περισσότεροι Έλληνες τάσσονται υπέρ του αργού, αν και αναπόφευκτου θανάτου της χώρας μας – ελπίζοντας πως στο διάστημα που θα μεσολαβήσει θα βρεθεί ίσως μία ρεαλιστική λύση, ο «από μηχανής Θεός» ή κάποιο ικανό πολιτικό κόμμα, το οποίο θα μπορούσε να διαχειριστεί σωστά το πρόβλημα.
Φυσικά κανένας δεν μπορεί να διαπιστώσει που ακριβώς στηρίζεται η ελπίδα τους, όταν η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώνεται ραγδαία – οπότε τα προβλήματα που πρέπει κάποια στιγμή αναγκαστικά να επιλυθούν, αυξάνονται γεωμετρικά.
Είναι όμως απολύτως κατανοητή, όπως αυτή του βαριά ασθενή που επιλέγει τη μορφίνη αντί την επώδυνη, χωρίς καμία εγγύηση για την επιβίωση του εγχείρηση – περιμένοντας να εμφανισθεί «ως εκ θαύματος» κάποιος χειρουργός που να μπορεί να εμπιστευτεί ή ένα φάρμακο που δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, παρά το ότι κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να πεθάνει.
Συνοψίζοντας, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η έλλειψη λύσεων, αλλά η μη ύπαρξη ηγετών ή πολιτικών κομμάτων που θα μπορούσαν να τις δρομολογήσουν σωστά, αποτελεσματικά – γεγονός που σημαίνει πως οι προσπάθειες της κοινωνίας θα έπρεπε να επικεντρωθούν εκεί ακριβώς, αφού ασφαλώς υπάρχουν Έλληνες που θα μπορούσαν να τα καταφέρουν.
Δυστυχώς όμως, αυτοί οι Έλληνες δεν έχουν πρόσβαση στην εξουσία, ενώ συνήθως αναδύονται μέσα από τις στάχτες και τα συντρίμμια που προκαλούν οι μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και οι βίαιες εξεγέρσεις – όπως τεκμηριώθηκε από τη γαλλική επανάσταση, η οποία ξέσπασε δέκα χρόνια μετά τη χρεοκοπία τότε της χώρας.
Επίλογος
Θα μπορούσε κανείς να ελπίζει πως η Ευρωζώνη θα βοηθήσει τελικά την Ελλάδα, χωρίς να προηγηθεί το χάος που προβλέπεται. Δυστυχώς όμως, το έλλειμμα της δημοκρατίας που τη χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλο, ώστε να μην επιτρέπει αυτού του είδους τις προσδοκίες.
Για παράδειγμα, η Ολλανδία και η Γαλλία απέρριψαν το ευρωπαϊκό σύνταγμα το 2005, με αποτέλεσμα όμως να αλλάξει απλά το όνομα του σε «Σύμφωνο της Λισαβόνας» – το οποίο στη συνέχεια επιβλήθηκε και στις δύο χώρες, χωρίς να τεθεί σε ψηφοφορία, έτσι ώστε να αποφευχθεί ένα «δημοκρατικό ατύχημα».
Στη συνέχεια όμως το 54% των Ιρλανδών απέρριψε (2008) το Σύμφωνο της Λισσαβόνας – με αποτέλεσμα να τεθεί ξανά σε ψηφοφορία το 2009, αφού το ΟΧΙ δεν επιτρεπόταν, μαζί με την άσκηση οικονομικών πιέσεων. Τελικά η δύστυχη Ιρλανδία υποχρεώθηκε να το αποδεχθεί, όπως συνέβη αργότερα με τα χρέη των τραπεζών της, μέσω του εκβιασμού της ΕΚΤ (άρθρο) – όπου απειλήθηκε επαίσχυντα να εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη.
Αφού προηγήθηκε τώρα η πλήρης κατάλυση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, όπου το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε ΝΑΙ, ακλούθησε πρόσφατα η Πορτογαλία – στην οποία ο πρόεδρος δεν επέτρεψε να σχηματισθεί μία αριστερή κυβέρνηση συνεργασίας, όπως επέλεξε ο λαός, ισχυριζόμενος πως μετά τη δικτατορία (1974) δεν υπήρξε καμία με τη συμμετοχή ενός κόμματος που τοποθετείται εναντίον του ευρώ, της πολιτικής λιτότητας και του ΝΑΤΟ.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως η Πορτογαλία είναι πλήρως εξαθλιωμένη, έχοντας ήδη ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία της, η οικονομία της παραπαίει παρά την πιστή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων (μνημονίου), ενώ δεν υπάρχει καμία προοπτική για το μέλλον της. Εν τούτοις, οι Πολίτες της δεν επιτρέπεται να επιλέξουν μία άλλη κυβέρνηση – ενώ στο τέλος η αριστερή πλειοψηφία θα αναγκασθεί να υποχωρήσει, αφού εκβιάζεται να μην διακινδυνεύσει την έξοδο της χώρας από τη νομισματική ένωση.
Με κριτήριο τα παραπάνω, θα ήταν ανόητο να ελπίσουμε πως η Ευρωζώνη θα μπορούσε να μας βοηθήσει – οπότε φαίνεται αναπόφευκτο το χάος, αφού θεωρούμε πως είναι αδύνατον να ανεχτούν οι Έλληνες τη σκλαβιά της Γερμανίας στο διηνεκές, τη συνεχή εξαθλίωση και την οδύνη δίχως τέλος, παρά τη σιωπή των αμνών που επικρατεί.