Τόσοι νεκροί, τόσοι ακρωτηριασμένοι δεν μπορεί να θεωρηθούν καρπός μιας κακότυχης, αδέξιας στιγμής, μιας προσωπικής ανικανότητας. Αυτοί που έπαιρναν αποφάσεις και χάραζαν πολιτική, υπηρεσιακοί και αξιωματούχοι, ιδιώτες ή όργανα κυβερνητικά, έχουν ευθύνη. Ηθικά ασυγχώρητες είναι οι παραλείψεις τους και μάλλον περισσότερο από τις πράξεις τους. Γιατί το σύστημα των συγκοινωνιών στη χώρα υποφέρει περισσότερο από εκδοχές αμέλειας και αδιαφορίας.
Η λάθος κίνηση ενός ατόμου πρέπει να έχει αντίβαρα, πολλαπλές δικλείδες ασφαλείας, μηχανισμούς που την εξουδετερώνουν ή, έστω, ελαχιστοποιούν τις συνέπειές της.
Μέσα στην αδιαφορία για ολοκληρωμένα και αξιόπιστα συστήματα μεταφορών και συγκοινωνίας μπόρεσαν να φυτρώσουν και τα άνθη της προχειρότητας ή της πελατειακής διευθέτησης, όπως η πρόσληψη ακατάλληλων ανθρώπων και η κωμωδία της εκπαίδευσης.
Τα ανθρώπινα λάθη συνδέονται, λοιπόν, με συγκεκριμένες συνθήκες που τα διευκολύνουν ή τα δυσχεραίνουν. Προφανώς δεν είναι όλα πολιτικά και συστημικά, στις συλλογικές υποδομές όμως τα συστήματα έχουν τεράστια σημασία.
Η λάθος κίνηση ενός ατόμου πρέπει να έχει αντίβαρα, πολλαπλές δικλείδες ασφαλείας, μηχανισμούς που την εξουδετερώνουν ή, έστω, ελαχιστοποιούν τις συνέπειές της. Ακόμα κι όταν ξέρουμε πως πάντα θα υπάρχουν νεκροί και τραυματίες σε ατυχήματα – δεν έχει γεννηθεί ακόμα το τέλειο σύστημα αποτροπής του κακού στον κόσμο. Σημασία όμως έχει η πιθανότητα και ο έλεγχος των χειρότερων εκδοχών. Το βάρος πέφτει στην οργάνωση που δημιουργεί πιο ανθεκτικά συστήματα και υποδομές.
Ακούστηκε πολύ αυτές τις μέρες η ιδιωτικοποίηση. Είναι αλήθεια πως σε πολλές χώρες –η Βρετανία, πολύ χαρακτηριστική– η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων και άλλων υποδομών έφερε μεγαλύτερη ανασφάλεια, κινδύνους, συρρίκνωση των υποδομών.
Στη δική μας όμως περίπτωση η περιφρόνηση για τις σημαντικές δημόσιες υποδομές και συγκοινωνίες ριζώνει σε μια άλλου είδους πρωτοκαθεδρία του ιδιωτικού: είμαστε κοινωνία του ιδιωτικού αυτοκινήτου που εξακολουθεί να θεωρεί όλες τις άλλες συγκοινωνίες (πλην του αεροπλάνου) ως υπόθεση για φοιτητές, γέρους και «γυναίκες». Επισήμως δεν λέγεται ποτέ αυτό, αλλά η σχετική αντίληψη είναι ακόμα βαθιά ριζωμένη και ας υπήρξαν ανοίγματα και αλλαγές, ιδίως μετά το 2000 με το μετρό στην Αθήνα.
Πάντως, ο σιδηρόδρομός μας δεν είναι αληθινό δίκτυο αλλά λίγες γραμμές στον χάρτη. Τα τρένα πήγαν κατά καιρούς να γίνουν κάτι σημαντικό στην ελληνική ζωή, διευρύνθηκε το επιβατικό κοινό τους και, αν προχωρούσαν όλοι αυτοί οι εκσυγχρονισμοί που έχουν κοστίσει πολύ από τις αρχές του 2000 και μετά, θα μπορούσε να είχε υπάρξει μια άλλη κατάσταση.
Μετά την πανδημία και τον σχετικό έλεγχο του κόστους της βενζίνης, επιστρέψαμε άρδην στη χώρα του αυτοκινήτου που δεν επείγεται ούτε για τα τρένα ούτε για τα λεωφορεία της. Η οικολογική καινοτομία εμφανίζεται με τη μορφή πανάκριβων ηλεκτρικών οχημάτων μιας ιδιωτικής εταιρείας: κινήσεις που παραπέμπουν στο κατ’ εξαίρεση, στο καρύκευμα, στη φωτογράφιση για περιοδικά ή για μια μικρή μερίδα, σχετικά εύπορων, urban νέων.
Νομίζω ότι πέρα από τις συζητήσεις για τις τεχνικές και οργανωτικές ελλείψεις και έναν κακό σταθμάρχη, αυτό που βάρυνε μέσα στον χρόνο ήταν ότι το κράτος και μεγάλο μέρος των ιδιωτών δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Πολλοί μάλιστα δεν τα ξέρουν και δεν τα χρησιμοποιούν παρά εκτάκτως, αν, ας πούμε, πάθει βλάβη και είναι στο συνεργείο το αυτοκίνητό τους.
Κόσμος των κυβερνητικών και πολιτικών ελίτ γνωρίζει ελάχιστα πράγματα, κι αυτά από σημειώματα συμβούλων ή ίσως από φίλους των παιδιών τους και αναμνήσεις μιας προηγούμενης ζωής τους. Μια αφηρημένη ιδέα ταλαιπωρίας και όχλησης διαδέχεται εκδοχές άνεσης και πολυτέλειας, ανάλογα με το πολιτικό στιγμιότυπο που πρέπει να απαθανατιστεί ή το σχόλιο που θα στραφεί κατά του αντίπαλου κόμματος.
Έτσι, δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητή μια κουλτούρα συλλογικής ασφάλειας και δημόσιας μεταφοράς. Εικόνες με αξιωματούχους σε τρένα και λεωφορεία φέρνουν συνήθως ανασήκωμα των ώμων και κουβέντες για ήθη σκανδιναβικά, ξένα στις δικές μας «νοοτροπίες». Και τώρα ένα φρικτό γεγονός γίνεται έρμαιο της προεκλογικής αντιπαράθεσης και των στρατών της στα social media. Ο πόνος, το πένθος, οι θυμοί γίνονται ένα πράγμα, μια μάζα που εκτινάσσεται στον δημοσιογραφικό αέρα.
Με ανατριχιάζει πάντα το ρητορικό σχήμα που βλέπει την «κρίση» ως «ευκαιρία», την καταστροφή ως ενδεχομένως κάτι «που έχει και τα θετικά του». Οι νέοι που εξαερώθηκαν δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αφορμή ή αφετηρία για να αλλάξουν κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες. Δεν πιστεύω στην παιδαγωγική των καταστροφών και στα διδάγματα του ολέθρου. Όλα σε αυτές τις ιστορίες έχουν προσωρινή ισχύ – δυστυχώς και τα συναισθήματα και η έξαρση της συγκίνησης και η αλληλέγγυα γενναιοδωρία κάποιων ηρώων που έσωσαν ζωές. Η Ιστορία είναι τραγική και προχωράει αφού πρώτα αφήσει σωρούς φλυαρίας στους τύμβους των νεκρών της.
Θα μπορούσε όμως να ξεκινήσει επιτέλους μια συζήτηση δεσμευτική, όχι ευχολογίων ή ιδεολογικών ευσεβών πόθων. Για την ανανέωση και την ασφάλεια όλων των κρίσιμων πόρων της συλλογικής μας ζωής: για πολλούς λόγους, ο σιδηρόδρομος είναι ένα από αυτά τα αγαθά που θα έπρεπε να είχαν προτεραιότητα.