Μετά από τον σάλο που προκάλεσε η ωμή παρέμβαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη δικαιοσύνη, με τις αλλεπάλληλες ρυθμίσεις που έφερε στη Βουλή για το «μπλόκο» στο κόμμα Κασιδιάρη.
Με άρθρο καταπέλτη, ένας από τους πιο έντιμους δικαστικούς που πέρασαν από τη χώρα, ο πρώην πρόεδρος του ΣτΕ, Σωτήρης Ρίζος κάνει λόγο για αντισυνταγματική παρέμβαση, σημειώνοντας στην εφημερίδα Καθημερινή:
«Είναι πρόδηλο ότι το «σύστημα», που κατεβλήθη προσπάθεια να δομηθεί εντός του εκλογικού νόμου, είναι αντίθετο προς τη συνταγματική τάξη» αναφέρει και ξεκαθαρίζει ότι η απαγόρευση στο κόμμα του Κασιδιάρη δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της εκάστοτε Βουλής, αλλά μόνο μιας αναθεωρητικής Βουλής που αποστολή έχει την αναθεώρηση του Συντάγματος:
«Το σύνολο των νομοθετικών νεωτερισμών είναι έργο αναθεωρητικού νομοθέτη, εξ ου και η τυχόν δικαστική τους νομιμοποίηση θα δημιουργήσει μία διαρκή ρευστότητα στη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής και δη στη σπουδαιότερη πρακτική της εκδήλωση: στο δικαίωμα των πολιτών να προσδιορίζουν κατά το δοκούν τη σύνθεση της Βουλής» σημειώνει ο πρώην πρόεδρος του ΣτΕ.
Ολόκληρο το άρθρο του Σωτήρη Ρίζου στην «Καθημερινή»:
«Υπάρχουν δύο κατηγορίες εννόμων τάξεων, δύο στάσεις έναντι του ζητήματος απαγορεύσεως ή διαλύσεως πολιτικών κομμάτων. Η μία, γνωστή στους πολιτικούς και τους νομικούς, η γερμανική.
Ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου με αρμοδιότητα διαλύσεως. Λύση σχετιζόμενη αμέσως με το Γ΄ Ράιχ και υιοθετηθείσα εξαρχής με το Σύνταγμα του 1949 (άρθρο 21). Το Δικαστήριο αποφασίζει τη διάλυση, εφόσον διαπιστώσει, με την τήρηση σχολαστικών δικονομικών εγγυήσεων και μετά μακρές αποδείξεις, ότι το κόμμα επιδιώκει με τους σκοπούς του ή με τις δράσεις των μελών του να καταλύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και επιπλέον έχει το βάρος να επιτύχει δυνάμει τους σκοπούς αυτούς.
Την αρμοδιότητά του αυτή άσκησε το Δικαστήριο με μεγάλη φειδώ: μια φορά το 1952 (διάλυση του «Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ράιχ») και μία δεύτερη το 1956 (διάλυση του «Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας»). Προσφάτως απέρριψε ένδικο μέσο της δεύτερης Ομοσπονδιακής Βουλής για τη διάλυση του «Εθνικο-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» με την αιτιολογία ότι, ναι μεν αποδεικνυόταν ότι αποσκοπούσε στην ανατροπή του πολιτεύματος, αλλά δεν είχε το απαιτούμενο βάρος να θέσει πράγματι, έστω και αφηρημένως, σε κίνδυνο το δημοκρατικό πολίτευμα. Η απόφαση, εκτεινόμενη σε 263 σελίδες, εκδόθηκε το 2017, έπειτα από μια δίκη τριών ετών.
Λύση δεύτερη, η ελληνική: Άρνηση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου, καμία οργάνωση απαγορεύσεως ή διαλύσεως σε επίπεδο Συντάγματος. Το Σύνταγμα του 1975 δεν αδιαφορεί, λαμβάνει θέση, δεν καταλείπει τίποτα στον κοινό νομοθέτη, πλην του καθορισμού των εγκλημάτων που οδηγούν στην απώλεια του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι (παρ. 3 άρθρ. 51 και άρθρ. 55). Τ
Τα κρίσιμα εν προκειμένω άρθρα του Συντάγματος (29, 51 και 55) αποτελούν το θεμέλιο της δημοκρατικής αρχής του πολιτεύματος. Το δικαίωμα του εκλέγειν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι συναρτώνται στενά. Οι προϋποθέσεις του εκλέγεσθαι ταυτίζονται προς αυτές του εκλέγειν, με διαφοροποίηση μόνο της ηλικίας. Στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν –επομένως και του εκλέγεσθαι– επάγεται μόνο η αμετάκλητη καταδίκη για ορισμένα αδικήματα, τα οποία προσδιορίζει ο νομοθέτης, με φειδώ.
Το άρθρο 29 ορίζει: «Ελληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η κατευθυντήρια αυτή διάταξη προέρχεται από το λεγόμενο «κυβερνητικό σχέδιο» συντάγματος, το οποίο υπέβαλε στην Αναθεωρητική Βουλή η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή. Το άρθρο αυτό περιείχε, όμως, δύο επιπλέον παραγράφους: «2. Νόμος ορίζει τα της οργανώσεως και λειτουργίας των κομμάτων εντός δημοκρατικών πλαισίων. 3. Κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας, τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου». Ετσι εμποδίστηκε η δημιουργία δικαστικού θεσμού («Συνταγματικού Δικαστηρίου»), ο οποίος θα αναλάμβανε το δυσχερές και επικίνδυνο έργο της «θέσεως εκτός νόμου» πολιτικών κομμάτων. Οι αποφάσεις της Αναθεωρητικής Βουλής υπήρξαν αποτέλεσμα συναινέσεως, αποδοχής από την κυβέρνηση της Ν.Δ. των αντιθέτων απόψεων των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, ιδίως δε της Αριστεράς – φοβουμένων καταχρηστική άσκηση των κυρώσεων. Χαρακτηριστική η αγόρευση Η. Ηλιού: «Είναι το τρομερόν άρθρον 12 με συμπλήρωσιν το άρθρον 100 περί Συνταγματικού Δικαστηρίου διά την διάλυσιν των κομμάτων. Νομίζω ότι αρχή της Δημοκρατίας είναι ότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον αυθεντία, δεν υπάρχει ορθοδοξία, η οποία να ισχύη διά πάντα, η οποία να υποχρεώνη όλους τους πολίτας να έχουν τας αυτάς αντιλήψεις και τα αυτά φρονήματα… Εάν λοιπόν μία αντίθεσις, βασική έστω, ριζοσπαστική έστω, εναντίον μιας δεδομένης καταστάσεως, με την μαρτυρίαν και επί τη βάσει φακέλων που έχει καταρτίσει η Αστυνομική Αρχή, διότι άλλο τι δεν είναι δυνατόν να προκύψη, τεθή εκτός νόμου, πάλι καταλύεται το δημοκρατικό πολίτευμα. Και μην ξεχνάτε… ότι όταν κάποια απαγορευτική διάταξις ανελευθέρα, ετέθη εις βάρος του κομμουνισμού, δεν άργησε πολύ διά να επεκταθή και εφαρμοσθή και εις βάρος των αριστερών, αλλά μακράν του Κομμουνισμού ευρισκομένων και εις βάρος του Κέντρου και εις βάρος της Δεξιάς…» (Πρακτικά Ολομελείας 1975 σ.14). Εν σχέσει με την ίδια διάταξη το Α1 Τμήμα του Α.Π. διαλαμβάνει σε απόφασή του (65/2014): «Ο συνταγματικός νομοθέτης, ο οποίος με το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α΄ Σ., ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τα πολιτικά κόμματα και κατοχύρωσε το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών για ίδρυση και συμμετοχή σ’ αυτά, απέφυγε σε όλα τα στάδια θέσπισης και τροποποίησης των αντιστοίχων διατάξεων (νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, συζητήσεις στο Κοινοβούλιο) να διαλάβει επιφύλαξη νόμου και οποιονδήποτε ιδεολογικό ή άλλον περιορισμό, πέραν της θεσπιζόμενης υποχρέωσης η οργάνωση και η δράση τους να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ώστε να αποτραπεί κάθε επέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία τους με νόμο ή με δικαστική απόφαση…».
Περαιτέρω δε, δέχεται ότι «μόνη η άσκηση ποινικών διώξεων για εγκληματικές πράξεις, χωρίς αμετάκλητη ποινική καταδίκη και συνακόλουθη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν συνεπάγεται άρση της εκλογιμότητας του εμπλεκομένου προσώπου και δεν θίγει τη νομική θέση και τη θεσμική δράση του πολιτικού κόμματος, ως θεσμού, στο συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 του Συντάγματος και 29 παρ. 1, 2, 4 και 6 του ν. 3023/2002…». Συμπερασματικά δε, απορρίπτει ένσταση άλλου κόμματος κατά της ανακηρύξεως του κόμματος Χρυσή Αυγή στις ευρωεκλογές της 25.5.2014. Σημειωθήτω, ότι η ορθότητα της αποφάσεως αυτής πιστοποιήθηκε με την 6/2015 απόφαση του ΑΕΔ.
Από το 1975 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν 4 αναθεωρήσεις του Συντάγματος με πρωτοβουλίες εκάστοτε κάποιου από τα τρία εν ενεργεία κόμματα εξουσίας (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Η τελευταία, του 2019. Καμία δεν άγγιξε το σύστημα των άρθρων 29, 51 και 55 του Συντάγματος.
Με πιστή αποτύπωσή τους διαμορφώθηκε και ο εκλογικός νόμος και έτσι λειτούργησε το πολίτευμα επί μισό περίπου αιώνα…
Η παρούσα κρίση αρχίζει το 2021 με μία πρώτη κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία συνεχίζεται σε δεύτερο στάδιο τον Φεβρουάριο 2023 και ολοκληρώνεται σε τρίτο στάδιο τον Απρίλιο του 2023, λίγες μέρες προ των εκλογών. Η πρώτη (ν. 4804/2021) καθιερώνει απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές κόμματος, του οποίου ορισμένα ηγετικά πρόσωπα έχουν καταδικασθεί, έστω πρωτοδίκως, σε ποινή καθείρξεως για ορισμένα αδικήματα ή σε ποινή ισόβιας καθείρξεως για οιοδήποτε αδίκημα. Το κόμμα καταλύεται, εφόσον εμποδίζεται να εκπληρώσει τον σκοπό του, που είναι η είσοδος στη Βουλή και αναλόγως η κατάκτηση του ρόλου της κυβερνήσεως ή της αντιπολιτεύσεως (ΣτΕ 4037/1979 Ολ.). Με τη δεύτερη ενέργεια (ν. 5019/2023) α) επιχειρείται να θεμελιωθεί η απαγόρευση και όταν «ανακαλύπτεται» ότι το κόμμα δεν κυβερνάται πράγματι από την φαινόμενη, την «αθώα» ηγεσία αλλά από την εγκληματική «πραγματική» ηγεσία β) καθιερώνεται και δεύτερος λόγος απαγορεύσεως κομμάτων: όταν δεν «υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Λόγος που εξετάζεται μόνο όταν κάποιος υποψήφιος βουλευτής (και άλλα πρόσωπα) έχει καταδικασθεί, έστω πρωτοδίκως, για εσχάτη προδοσία ή για τρομοκρατικές πράξεις ή για το αδίκημα της εγκληματικής οργανώσεως. Με την τρίτη ενέργεια (ν. 5043/2023) επιβάλλεται η αλλαγή της συνθέσεως του δικαστικού οργάνου, που είναι αρμόδιο για την ανακήρυξη των συνδυασμών, δηλ. του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, ούτως ώστε, αντί της πάγιας 5μελούς συνθέσεως, να συνεδριάζει με το σύνολο των μελών του.
Είναι πρόδηλο ότι το «σύστημα», που κατεβλήθη προσπάθεια να δομηθεί εντός του εκλογικού νόμου, είναι αντίθετο προς τη συνταγματική τάξη, όπως σκιαγραφήθηκε προηγουμένως. Προσπαθεί να προσδώσει στην απλώς κατευθυντήρια διάταξη άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος την κύρωση της απαγορεύσεως κομμάτων, αποκρουσθείσα από τη Βουλή που κατασκεύασε το ισχύον Σύνταγμα. Στο ίδιο πλαίσιο, διαρρηγνύει τον σύνδεσμο του δικαιώματος του εκλέγεσθαι με το δικαίωμα του εκλέγειν, ανατρέποντας το αμετάκλητο της καταδίκης, που στοιχεί προς το τεκμήριο αθωότητος του οιουδήποτε κατηγορουμένου, το οποίο επίσης ισχύει μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του (βλ. ΕΔΔΑ, υπόθεση «Κώνστας κατά Ελλάδος», 24.5.2011, παρ. 36). Εισάγει συνταγματική διαφορά σε Τμήμα του ΑΠ με ειδική σύνθεση και συνοπτική διαδικασία (όχι δίκη!), που μπορεί να καταλήξει σε απαγόρευση πολιτικού κόμματος. Δηλ. με αρμοδιότητα πολύ ισχυρότερη από αυτές που ασκεί, κατά το Σύνταγμα, στο πλαίσιο κανονικής δίκης και μετεκλογικά, το ΑΕΔ.
Συμπερασματικά, το σύνολο των νομοθετικών νεωτερισμών είναι έργο αναθεωρητικού νομοθέτη, εξ ου και η τυχόν δικαστική τους νομιμοποίηση θα δημιουργήσει μία διαρκή ρευστότητα στη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής και δη στη σπουδαιότερη πρακτική της εκδήλωση: στο δικαίωμα των πολιτών να προσδιορίζουν κατά το δοκούν τη σύνθεση της Βουλής».