Να ‘μαστε το λοιπόν. Καθόμαστε στο ίδιο καφενείο, σε χωριστά τραπέζια και ρουφάμε τον πικρό καφέ μας. Τα μάτια μας κοιτάζουν στον δρόμο που περνά από μπροστά μας και είναι αδειανός. Μερικοί τρελοί πάνε κι έρχονται μέσα σε μία νεκρική σιγή. Δεν υπάρχουν παιδιά τριγύρω μας, δεν υπάρχουν φωνές, δεν υπάρχει ζωή. Μόνο εσύ κι εγώ, κοιτάζουμε στο βάθος του δρόμου, με μάτια βουρκωμένα, που αναστενάζουν βουβά...
Σηκώνω το βλέμμα μου και ψάχνω να βρω το δικό σου. Δυσκολεύομαι μέσα σε ετούτη την καταχνιά. Σε ξέρω από μικρό παιδί. Τότε που παίζαμε στις αλάνες το τόπι και τα βράδια παίζαμε κρυφτό. Σε θυμάμαι να παίρνεις τον ουρανό με τα αστέρια και να τον κάνεις σεντόνι για να σκεπάζεσαι, όταν μιλούσαμε για τα όνειρά μας εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια της νιότης μας.
Σήμερα, μείναμε να κοιταζόμαστε σαν δυό ξένοι. Σηκώνω το φλυτζάνι του καφέ. Μια τζούρα έμεινε μόνο. Την πίνω κι αυτή και παίρνω την απόφαση, σηκώνομαι κι έρχομαι στο τραπέζι σου. Κάθομαι, δίχως να σε ρωτήσω. Σμίγω τη μοναξιά μου με την δική σου και αναρωτιέμαι, πως γίναμε έτσι. Βουβοί… σκυθρωποί… δίχως κανένα όνειρο. Μας τά ‘κλεψαν κι αυτά οι πραματευτάδες της ζωής και τα ξεπούλησαν στα παζάρια, στους πάγκους που οι γύφτοι άπλωσαν να προσφέρουν την κλεμμένη πραμάτεια τους στους ξένους.
Πώς γενήκαμε έτσι αδελφέ;
Κάποτε χορεύαμε ολόρθοι, περήφανοι, μαζί με τους αγγέλους.
Κάποτε, τότε που υπήρχε μπέσα και που δείχναμε τον κλέφτη…
Κάποτε, που πιάναμε την πέτρα και την στύβαμε…
Χτυπάει η καμπάνα. Γυρίζω και σε κοιτάζω ξανά, επίμονα. Ψάχνω το βλέμμα σου να δω τι υπάρχει εκεί μέσα, αν αυτός ο ατίθασος που ήξερα βρίσκεται ακόμη εκεί. Ψάχνω να βρω το λιοντάρι, ψάχνω να βρω τη ματιά που άνοιγε τα βουνά στο πέρασμά της. Σε θυμάμαι νέο κι ερωτευμένο, όταν σε είδα να γελάς και ένιωσα πως όλος ο κόσμος ήτανε δικός σου. Τότε έτσι ήτανε… Σήμερα έγινες κατάδικος ενός άλλου κόσμου, φερμένου από αλλού, από λιμοκοντόρους που κάνανε το ψέμα δουλειά και που πληρώνονταν με τον δικό μας τον ιδρώτα…
Εσύ κοιτάς στον δρόμο. Γνωρίζεις πολύ καλά, όπως κι εγώ, πως ετούτος ο δρόμος μας περιμένει. Πως δεν έχουμε άλλο από το να τον ακολουθήσουμε. Σβήνω το τσιγάρο που κρατώ. Σου χτυπώ την πλάτη και σηκώνομαι. Εγώ θα ξεκινήσω. Αν θέλεις έρχεσαι. Θα είναι έτσι πιο εύκολος ο δρόμος, επειδή θα είμαστε μαζί. Στην άκρη του βρίσκεται το χρέος.
Το χρέος στην φυλή που μοιάζει να χάνεται.
Το χρέος στον άντρα και στο παιδί που του ‘κλεψαν τα όνειρα του.
Το χρέος στους χθεσινούς και στους αυριανούς.
Το χρέος στο χώμα που μας καρτερά.
Το χρέος στην ψυχή που λιώνει.
Μα πιότερο το χρέος στην πίστη και στον Θεό που μας έκανε την τιμή να περπατήσουμε αυτό τον δρόμο, να τον ευχαριστήσουμε για τον αγώνα τον καλό που μας προσφέρει και να τον δοξάσουμε με όση τιμή κρύψαμε μέσα στην καρδιά μας.
Ετούτο είναι το χρέος μας, αδελφέ, και αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε. Το ξέρεις. Κι όσο αργούμε να ξεκινήσουμε, τόσο σκοτεινιάζει ο ουρανός από τους δαίμονες που χορεύουν κοιτώντας μας. Κι όσο αργούμε να βάλουμε μπρος, τόσο και λιγοστεύει ο χρόνος που μας απομένει.
Σε κοιτώ βουβά. Σηκώνομαι και ξεκινώ. Καλός ο καφές, μα ετούτος ο δρόμος δεν φεύγει. Θα είναι πάντα εδώ. Μήτε το χρέος φεύγει κι όσο περνά η ώρα όλο και βαραίνει. Πίνω μια γουλιά νερό, με κοιτάς και σηκώνεσαι. Ξάφνου σηκώνεσαι και σαν να διάβασες τη σκέψη μου στέκεσαι δίπλα μου και ξεκινάμε. Αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε, το ξέρουμε και οι δυό…Ευλογημένος νά 'σαι αδελφέ, επειδή μου έμαθες όσα δεν ήξερα κι επειδή μου έδειχνες όταν δεν έβλεπα.
Τέλος στην στάση της ζωής μας, λοιπόν... Ήρθε η ώρα να πάρουμε τα όνειρά μας πίσω. Ήρθε η ώρα να περπατήσουμε τον δρόμο που από πάντα μας περίμενε… Κι αν είναι βαρύς για τα χρόνια μας, δεν φταίει αυτός, αλλά εμείς, που δεν αποφασίσαμε να τον διαβούμε πιο νέοι…