Η αναζήτηση από ολοένα και περισσότερους άντρες σε όλο τον κόσμο αποτελεσματικών λύσεων και τρόπων αντιμετώπισης της...αραίωσης του τριχωτού της κεφαλής – κοινώς, της φαλάκρας ή επί το επιστημονικότερον της "ανδρογενετικής αλωπεκίας" – έχει ωθήσει την ιατρική βιομηχανία στην εύρεση ενός πλήθους επιστημονικών μεθόδων, άλλων λιγότερο και άλλων περισσότερο αποτελεσματικών, απ' όλο το φάσμα της ιατρικής επιστήμης μέχρι και τη γενετική μηχανική.
Μεταμοσχεύσεις μαλλιών με μεταφορά μεμονωμένων τριχοθυλακίων, in vitro καλλιέργεια κυττάρων, χρήση τζελ μονοξειδίου του αζώτου, λήψη βιταμίνης D3... και αυτές είναι μερικές μονάχα από τις μεθόδους που έχουν προκύψει από τις σχετικές έρευνες και τα κλινικά πειράματα.
Τώρα, όμως, καθώς αναφέρει σχετικό δημοσίευμα της γαλλικής έκδοσης της Huffington Post, ερευνητικές ομάδες ειδικών της γενετικής ιατρικής κατέληξαν σε μία πολύ απλή ιδέα: Την εξαγωγή τριχοθυλακιακών μονάδων από άλλα τριχωτά σημεία του σώματος (μούσι, γάμπες, κοιλιακή χώρα και υπογάστριο) και τη μετεμφύτευσή τους στην κρανιακή περιοχή.
Τα πειράματα που έλαβαν χώρα σε 35 περιπτώσεις ατόμων με ανδρογενετική αλωπεκία έδειξαν σπουδαία αποτελέσματα, με τους ειδικούς να επισημαίνουν ωστόσο ότι η αποτελεσματικότητα της μεθόδου εξαρτάται και καθορίζεται από πολλαπλούς παράγοντες που βρίσκονται ακόμη υπό έρευνα και εξέλιξη.
Μεταμοσχεύσεις μαλλιών με μεταφορά μεμονωμένων τριχοθυλακίων, in vitro καλλιέργεια κυττάρων, χρήση τζελ μονοξειδίου του αζώτου, λήψη βιταμίνης D3... και αυτές είναι μερικές μονάχα από τις μεθόδους που έχουν προκύψει από τις σχετικές έρευνες και τα κλινικά πειράματα.
Τώρα, όμως, καθώς αναφέρει σχετικό δημοσίευμα της γαλλικής έκδοσης της Huffington Post, ερευνητικές ομάδες ειδικών της γενετικής ιατρικής κατέληξαν σε μία πολύ απλή ιδέα: Την εξαγωγή τριχοθυλακιακών μονάδων από άλλα τριχωτά σημεία του σώματος (μούσι, γάμπες, κοιλιακή χώρα και υπογάστριο) και τη μετεμφύτευσή τους στην κρανιακή περιοχή.
Τα πειράματα που έλαβαν χώρα σε 35 περιπτώσεις ατόμων με ανδρογενετική αλωπεκία έδειξαν σπουδαία αποτελέσματα, με τους ειδικούς να επισημαίνουν ωστόσο ότι η αποτελεσματικότητα της μεθόδου εξαρτάται και καθορίζεται από πολλαπλούς παράγοντες που βρίσκονται ακόμη υπό έρευνα και εξέλιξη.