ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ – H ακρίβεια πνίγει τα νοικοκυριά -

peftoun

Απτόητες συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής, παρά την πρωτοφανή οικονομική ύφεση και τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων… Όπως αναφέρει Το Έθνος, τα καρτέλ στην αγορά των τροφίμων και άλλων προϊόντων νοικοκυριού, οι υψηλοί έμμεσοι και άμεσοι φόροι, καθώς και η γραφειοκρατία εμποδίζουν τις επιχειρήσεις στο να ρίξουν τις τιμές, με αποτέλεσμα η ακρίβεια να συντηρείται. Αυτή την οξύμωρη αντίθεση, της αύξησης των τιμών από τη μία πλευρά και της μεγάλης μείωσης των μισθών από την άλλη, εν καιρώ ύφεσης, αποκαλύπτει μελέτη του Ινστιτούτου Εμπορίου Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ). Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο 2008-2013 το ΑΕΠ έπεσε 23,4%, το καθαρό εθνικό εισόδημα κατρακύλησε κατά 26,6%, οι δαπάνες τελικής κατανάλωσης μειώθηκαν κατά 26,2%, αλλά οι τιμές των τροφίμων παρουσίασαν αύξηση 13%. Στοιχείο εξωφρενικό, αν αναλογιστεί κανείς πως οι μισθοί, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, τα τελευταία τρία χρόνια μειώθηκαν κατά 25%. Πρέπει να επισημανθεί, σύμφωνα πάντα με την έρευνα του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, πως οι τιμές των τροφίμων φρέναραν ουσιαστικά την ανοδική τους πορεία κατά το τελευταίο έτος (2012-2013), όταν η μέση αύξηση ήταν 0,4% σε σχέση με την περίοδο 2011-2012 που ήταν 2,9% και το προηγούμενο έτος 5,9%. Κατά 6,3% έχουν αυξηθεί οι τιμές από το 2008 Σύμφωνα με τα στοιχεία για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, οι τιμές σε βασικά προϊόντα έχουν αυξηθεί σωρευτικά την περίοδο 2008-2013 (πρώτο δίμηνο) περίπου κατά 6,3%. Εξαίρεση αποτελούν το νωπό – παστεριωμένο γάλα (-0,77%), το μεταλλικό νερό (-1,7) και κυρίως το ελαιόλαδο (-8,39%). Σε πολλά προϊόντα οι τιμές καθορίζονται διεθνώς, ενώ η μείωση της προσφοράς πιέζει ανοδικά τις τιμές με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον όγκο παραγωγής ζάχαρης στην Ελλάδα, ο οποίος περιορίζεται από ποσοστώσεις και ρυθμίσεις της ΕΕ. Έτσι η ζάχαρη πωλείται σε σχέση με το 2008 ακριβότερα κατά 21,53%. Το ρύζι έχει αυξηθεί 13,85%, τα αυγά ανέβηκαν κατά 19,05%, το αλάτι 6,38%, ενώ τα προϊόντα σοκολάτας ανατιμήθηκαν 10,86%. Αξίζει να σημειωθεί πως σχεδόν ένας στους τρεις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα παίρνει λιγότερα από 586 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται κυρίως για μερικώς και προσωρινά απασχολούμενους αλλά και για νέους κάτω των 25 ετών. Γιατί παραμένουν υψηλές οι τιμές στα ράφια Οι υψηλοί έμμεσοι μισθοί, η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς αλλά και η γραφειοκρατία είναι ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους οι τιμές των προϊόντων παραμένουν στα ύψη. Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΣΕΕ, τα αίτια της ακρίβειας, εν μέσω μάλιστα οικονομικής ύφεσης, είναι: 1. Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ. Στην Ελλάδα βρίσκονται στα επίπεδα του 13% και 23%, στην Ισπανία είναι 8% και 18% και στο Ηνωμένο Βασίλειο στο 5% και 20% αντίστοιχα. 2. Η αυξημένη φορολόγηση στα υγρά καύσιμα και οι υψηλές τιμές ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στη βενζίνη και στο ντίζελ έχουν καταστήσει τη χώρα μας μία από τις ακριβότερες στην ΕΕ ως προς το κόστος μεταφοράς. Έτσι οι επιχειρήσεις μετακυλούν αυτές τις δαπάνες στην τελική κατανάλωση. Ακόμη, το μη άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δυσκολεύει τους επιχειρηματίες στην αναζήτηση φθηνότερου προμηθευτή ρεύματος. 3. Ολιγοπωλιακή αγορά. Η δραστηριοποίηση λίγων επιχειρήσεων στην παραγωγή ή τη διάθεση τροφίμων και άλλων προϊόντων νοικοκυριού έχει ως αποτέλεσμα περιορισμού του ανταγωνισμού και «φούσκωμα» των τιμών. Επιπλέον, η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, εξοβελίζει και κάθε δυνατότητα εισόδου νέου «παίκτη». Η Επιτροπή Ανταγωνισμού στον τομέα αυτό δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερα αποτελέσματα εντοπισμού και πάταξης καρτέλ επιχειρήσεων. 4.Διοικητικά εμπόδια. Οι πολεοδομικοί περιορισμοί στους αποθηκευτικούς χώρους και στην ανάπτυξη logistics, καθώς και η γραφειοκρατία στις συναλλαγές με το Δημόσιο εκτοξεύουν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτό να περνά στις τελικές τιμές πώλησης των προϊόντων.