Ήταν καλοκαίρι του 2004, βρισκόμασταν για διακοπές με την γυναίκα μου στην Κρήτη, ήταν αργά το βράδυ και είχαμε γυρίσει στο ξενοδοχείο ύστερα από μια κουραστική μέρα αφού διασχίσαμε το φαράγγι της Σαμαριάς. Αφού χαλάρωσα άνοιξα το διαδίκτυο για να διαβάσω μερικά νέα. Εκεί έπεσα πάνω σε μια είδηση που αφορούσε τον 1ο Olympus Marathon, μόλις διάβασα το άρθρο μπήκα στην ιστοσελίδα του αγώνα όπου και διάβασα όλες τις λεπτομέρειες με μεγάλο ενδιαφέρον.
Το όνειρο!
Η αλήθεια είναι ότι έτρεχα πολλά χρόνια σε γήπεδα δρόμους, βουνά ταυτόχρονα με το άθλημα που έκανα, αλλά δεν είχα σκεφτεί την πιθανότητα να τρέξω σε έναν αγώνα δρόμου (Ημιμαραθώνιο, Μαραθώνιο), πόσο μάλλον μαραθώνιο βουνού.
Φάνταζε ακατόρθωτος στόχος με μεγάλη δυσκολία και διαβάζοντας σχόλια των αθλητών που έτρεξαν για πρώτη φορά δεν είχα καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν πολύ σκληρό αγώνα σε αυτόν δίνεις σώμα και πνεύμα για να φτάσεις στον τερματισμό. Δύο πράγματα είχα στο μυαλό μου συνέχεια. Τα 44 χιλιόμετρα με τα 3200 μέτρα υψομετρικής διαφοράς και το χρονικό όριο των 12 ωρών. Μου φαινόταν πραγματική τιμωρία.
Το φθινόπωρο πέρασε με προπονήσεις (τρέξιμο, κολύμπι) ενώ στο μεταξύ ρουφούσα στην κυριολεξία όλα τα άρθρα που είχαν σχέση με ορεινό τρέξιμο, προπονήσεις, εξοπλισμό, διατροφή και περίμενα με λαχτάρα να ανοίξουν οι συμμετοχές του 2ου Olympus Marathon.
Η μεγάλη ώρα έφτασε και έλαβα την επιβεβαίωση εγγραφής. Από εκείνη την στιγμή άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Συστηματική προπόνηση, διατροφή, και όσο πλησίαζε ο καιρός όλο και πιο συχνά μελετούσα την περιγραφή της διαδρομής κάνοντας έτσι στο μυαλό μου ένα πλάνο πως θα κινηθώ. Τα χρονικά όρια φαινόταν σφιχτά και έπρεπε να προσέξω τον ρυθμό μου για να μην αποκλειστώ. Είχα αγχωθεί για το τι θα φάω τι θα πιω στην εξέλιξη του αγώνα και προσπαθούσα να ενημερωθώ από ανάλογες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. Παντελώς άπειρος όπως ήμουν από αγώνα βουνού και μην έχοντας κάνει προπόνηση στο κομμάτι που δεν ήξερα (Δίον-Πετρόστρουγκα) το πλάνο μου δεν είχε σταθερές βάσεις.
Στον χώρο έξω από το αρχαιολογικό μουσείο έγινε πρώτα η ενημέρωση για την ιστορία της περιοχής από τον καθηγητή Κο Πατερμανλή, για την διαδρομή που έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες κάθε χρόνο για να τιμήσουν τους θεούς και την σημαντικότητα του Θεάτρου του Δίον. Κατόπιν ακολούθησε η τεχνική ενημέρωση από τον τεχνικό διευθυντή του αγώνα Λάζαρο Ρήγο. Θυμάμαι την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στους αθλητές κατά την ενημέρωση του Λάζαρου. Οι πιο πολλοί τρέχαμε για πρώτη φορά και το άγχος για το τι μας περιμένει ήταν διάχυτο. Η ενημέρωση ήταν αναλυτική σε όλα τα κομμάτια και τελειώνοντας άρχισε να σουρουπώνει.
Πήραμε το δρόμο για το Λιτόχωρο, μια τελευταία βόλτα για χαλάρωμα, κουβέντα με άλλους αθλητές για την τακτική, τροφοδοσία κ.λ.π.
Η πραγμάτωση!
Αν πω ότι κοιμήθηκα την νύχτα θα πω ψέματα. Ήταν μεγάλο το άγχος και έτσι από τις 4.30 άρχισα την ετοιμασία, αριθμός, τσιπάκι, ισοτονικό, νερό, τζέλ, κρέμα στα πόδια και άλλες λεπτομέρειες.
Έφτασα στην εκκίνηση σχετικά νωρίς. Το κλίμα ήταν φανταστικό, σιγά σιγά ξεκίνησα ζέσταμα, διατάσεις, ώσπου ακούστηκε η φωνή του Λάζαρου να συγκεντρωθούμε στην εκκίνηση. Δεν θα ξεχάσω τη φράση οι elit αθλητές να περάσουν μπροστά, φράση που έμμελε να τη χρησιμοποιούμε στα πειράγματα μεταξύ μας. Θυμάμαι τον Νίκο τον Αλέξη τον Δημήτρη την Ιρένα να περνάνε μπροστά.
Στις 6.05 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση από τον Λάζαρο και φύγαμε, ο 2ος Olympus Marathon ήταν γεγονός. Τα πρώτα 6 ασφάλτινα χιλιόμετρα πέρασαν σχετικά εύκολα. Μου είχε κάνει εντύπωση ή πολύ υγρασία αλλά και η ζέστη για τόσο πρωί.
Μπήκαμε στο μονοπάτι μετά τον Άγιο Κωνσταντίνο όπου έπεσαν οι παλμοί και δρόσισε - σαν το βουνό δεν έχει σκέφτηκα. Φτάνοντας στον σταθμό της Κορομηλιάς (10χλμ) φόρτωσα με ενέργεια, αλμυρά, γλυκά, ισοτονικά, γέμισα το παγούρι μου νερό και συνέχισα, λίγο πριν την μπάρα στο (12χλμ) άρχισαν οι ενοχλήσεις στον τετρακέφαλο. Και μέχρι να φτάσω στον σταθμό της Πετρόστρουγκας στο (15χλμ) μαρτύρησα! Έβλεπα και τον χρόνο αποκλεισμού να πλησιάζει. Τελικά στον σταθμό της Πετρόστρουγκας ήμουν οριακά εντός χρόνου. Έβαλα θερμαντική αλοιφή στο πόδι και συνέχισα, με τον ρυθμό που πήγαινα δεν είχα τύχη στον επόμενο σταθμό, έτσι όταν έφτασα στο σταθμό του καταφυγίου Αποστολίδη (21χλμ) ήμουν οριακά εκτός χρόνου.
Αποφάσισα όμως να μην σταματήσω για να ξεκουράσω το πόδι και να πάω μέχρι τα Πριόνια και να παραδώσω τον αριθμό μου παρά τον πόνο. Με αποζημίωσε όμως η εικόνα στον θρόνο του Δία, και έτσι πήρα την κατηφόρα. Οι σταθμοί ακόμη δεν είχαν κλείσει οπότε δεν είχα θέμα τροφοδοσίας.
Φτάνοντας στα Πριόνια πρώτα έβαλα το κεφάλι μου κάτω από την βρύση, παρέδωσα τον αριθμό μου στον σταθμό με πληγωμένο τον εγωισμό και μετά πήραμε το δρόμο με προορισμό το Λιτόχωρο.
Στην επιστροφή ήμουν ακόμη θυμωμένος με τον εαυτό μου και προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά πολλές σκέψεις γύρω από τον αγώνα: λάθη, παραλείψεις, τακτική κ.λ.π. Κάποια στιγμή είπα στη γυναίκα μου «εγώ δεν ξανατρέχω σε αυτόν τον αγώνα».
Η επιστροφή!
Φέτος είμαι πολύ χαρούμενος που μου δίνεται η ευκαιρία να τρέξω ξανά για 10η φορά (ελπίζω πιο σοφός), στον πιο σκληρό αλλά και γνωστό αγώνα στην κατηγορία του στο εξωτερικό αγώνα βουνού της Ελλάδας και ας είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ.