Είναι νύχτα, και οι δύο δίδυμες αδερφές επιστρέφουν, με το τρένο στο σπίτι τους. Κοντά στους γονείς τους. Πόσο περήφανοι είναι οι γονείς τους, που τα διδυμάκια τους, σπουδάζουνε μαζί...
-Ναι μαμά, σε λίγο φτάνουμε. Περνάμε από τα Τέμπη. Πες στον μπαμπά να ξεκινήσει...
Ξαφνικά. Κρότος. Κραυγές... και ύστερα Σιωπή!
Η Χαρά προσπαθεί να κοιτάξει πίσω προς την δίδυμη αδερφή της, την Μαρία. Βλέπει μόνο το χεράκι της, το οποίο είναι λουσμένο από αίμα.
Η Μητέρα από το τηλέφωνο προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε. -Χαρά μου μ’ακούς; Τι έγινε ψυχή μου; Φτάνει ο μπαμπάς στον σταθμό να σας φέρει σπίτι. Πες στο Μαράκι πως σας έφτιαξα το κέικ που σας αρέσει!
-Μαμά μου, δεν θα έρθουμε σπίτι απόψε. Πες στον μπαμπά να μην ξεκινήσει. Εμείς, αλλάζουμε δρομολόγιο απόψε.
Κάποιοι προσπαθούν να μας βγάλουν από τα συντρίμμια αλλά είναι αδύνατον. Χρειάζονται κοπτικά εργαλεία που μόνο οι διασώστες πυροσβέστες διαθέτουν.
Η Μαρία πονάει και φωνάζει.
-Μαράκι μου σε λίγο θα φθάσει η πυροσβεστική και το ασθενοφόρο και θα μας βγάλουν. Κάνε υπομονή. Η μαμά μας περιμένει. Μας έφτιαξε το αγαπημένο μας κέικ μου είπε.
Η ώρα όμως πέρασε.
Η μαμά ψελλίζει από το τηλέφωνο.
-Χαρά μου γιατί δεν ακούω την Μαρία; Τι έγινε ψυχή μου;
-Κοιμάται το Μαράκι μας μαμά μου γι’αυτό.
Πως να πει στην μητέρα τους ότι η δίδυμη αδερφή της δεν άντεξε και έσβησε…
-Μαμά μου με ακούς; Τώρα πονάω και εγώ πολύ! Αλλά θα είμαι δυνατή. Όπως με έμαθες!
-Μωράκι μου, κάνε λίγο υπομονή ακούω τις σειρήνες έρχονται να σας βοηθήσουν ψυχή μου.
Η ώρα όμως περνάει...
Η Μαμά ακούει για τελευταία φορά την τρεμάμενη πλέον αδύνατη φωνή της Χαρούλας μέσα από το εκτροχιασμένο τρένο.
-Μαμά μου. Σαγαπάω πολύ. Πρέπει να πάω στο Μαράκι μας. Μην μείνει μόνη της. Συγνώμη μαμά. Να πείς στον μπαμπά πως τον αγαπώ πολύ.
Και ύστερα δεν την ακούει πια.
Οι πυροσβέστες κόβουν πυρετωδώς τις λαμαρίνες και απελευθερώνουν τα δίδυμα κορίτσια. Όμως είναι αργά. Δεν αναπνέουν πια.
Δεν άντεξαν να περιμένουν άλλο. Έφυγαν οι δίδυμες αδερφούλες να ζήσουν μαζί την πρώτη μέρα της άνοιξης.
(Τα ονόματα δεν είναι πραγματικά.)