Του Ν. ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*
Την περασμένη βδομάδα, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης έκανε λόγο περί φάσης «μαρξιστικής τρομοκρατίας» που πέρασε η χώρα…
Τι, άραγε, είναι χειρότερο;
Να έχουμε υπουργό «προστασίας του πολίτη» κάποιον παντελώςιδεολογικά και πολιτικά άσχετο (αφού το να συσχετίζεις τον μαρξισμό με την τρομοκρατία είναι σαν να λες ότι το άσπρο είναι μαύρο και ότι ο κώνωπας είναι το ίδιο πράγμα με την κάμηλο).
ή να έχουμε υπουργό «προστασίας του πολίτη» κάποιον που επιδίδεται σε ένα υβρίδιο λόγου, όπου η μια του συνιστώσα θυμίζει στενοκεφαλιά στρατοδίκη και η άλλη την ακόρεστη αυτοπεποίθηση που ταιριάζει στηνπνευματική μετριότητα ενός προβοκάτορα;
Δεν αποκλείουμε, βέβαια, η ατάκα του κ. Δένδια να οφείλεται σε συγγνωστή παρεξήγηση. Πράγμα πιθανότατο. Συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και σε αυτούς που μπερδεύουν τον Ξένιο Δία με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Που μπερδεύουν την «προστασία του πολίτη» με τη ρίψη χημικών από τα ΜΑΤ στα σχολεία της Χαλκιδικής. Που μπερδεύουν τη δημοκρατία με τη μετατροπή των ΜΑΤ σε «ιδιωτικό στρατό» στην υπηρεσία του βιομήχανου Μάνεση κατά των εργατών της Χαλυβουργίας…
Εκεί, πάντως, που ο κύριος υπουργός δε φαίνεται να έκανε κανένα λάθος ήταν όταν – στην ίδια συνέντευξη – κεραυνοβόλησε με τα… δημοκρατικά του βέλη το ακροατήριο, λέγοντας ότι «το δόγμα Τζουλιάνι για τη μηδενική ανοχή είναι ένα πολύ ενδιαφέρον εργαλείο…».
Ακόμα κι αν δεν διανύαμε περίοδο (προληπτικών) επιστρατεύσεων, καταστάσεων τύπου Μανωλάδας, φαινομένων ανεξέλεγκτης δράσης ναζιστικών συμμοριών μόλις πέσει το σκοτάδι σε γειτονιές της Αθήνας, θα άξιζε έτσι κι αλλιώς να θυμίσουμε περί τίνος πρόκειται.
Το «δόγμα της μηδενικής ανοχής» ανήκει στον υπερσυντηρητικό (κάποιοι τον αποκαλούσαν «φασιστοειδές») πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης, τον Ρούντολφ Τζουλιάνι.
Σε τι συνίσταται η «μηδενική ανοχή»: Πρόκειται για το δόγμα που εγκαθίδρυσε ο Τζουλιάνι στην τοπική αστυνομία, δηλαδή το «πρώτα πυροβολάτε και μετά ζητάτε τα στοιχεία του νεκρού».
Πρόκειται για το δόγμα, με βάση το οποίο οι δρόμοι της Ν. Υόρκης μοιάζουν με στρατοκρατούμενη ζώνη. Είναι το δόγμα που θεωρεί ότι το πέταγμα της γόπας στο δρόμο είναι αδίκημα που αν δεν κατασταλεί σαν κακούργημα (!), τότε θα οδηγήσει στο πέταγμα… μολότοφ (!) στο δρόμο.
Αλλωστε, στο βιογραφικό του, ο Τζουλιάνι επαίρετο ότι ο τρόπος που «εφάρμοσε την τακτική της “μηδενικής ανοχής”» ήταν «δίνοντας έμφαση στην επιβολή των νόμων ενάντια σε ελαφρύτερα και βαρύτερα αδικήματα».
Το τι σημαίνει, λοιπόν, «μηδενική ανοχή» απέναντι στον μετανάστη, όταν το «ελαφρύτερο αδίκημα» του μετανάστη είναι ακριβώς ότι πρόκειται για… μετανάστη (!), ή τι σημαίνει «μηδενική ανοχή» απέναντι στον απεργό όταν το «ελαφρύτερο αδίκημα» του απεργού είναι ότι πρόκειται για… απεργό(!), ή τι σημαίνει «μηδενική ανοχή» απέναντι στον διαδηλωτή, όταν το «ελαφρύτερο αδίκημα» του διαδηλωτή είναι ότι πρόκειται για… διαδηλωτή (!), μπορεί να το αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε.
«ΧΑΡΒΑΡΝΤ»
Στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης έχουν κάνει καμιά τριανταριά (!) εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις», κάθε φορά παρέδιδαν χειρότερο μπάχαλο απ’ ό,τι παραλάμβαναν, προκάλεσαν αμορφωσιά, μετέτρεψαν την έννοια «Παιδεία» σε παράρτημα της κάθε «Κόκα Κόλα», μετέτρεψαν τα σχολεία σε πάρκινγκ παιδιών και σε παρακολούθημα του φροντιστηρίου - αλλά τώρα ζητάνε και τα ρέστα!
Μέσα σε τρία χρόνια, έχουν βάλει λουκέτα σε 980 σχολεία, στο λεξικό της πολιτικής τους απρέπειας αυτό το λένε «συγχωνεύσεις» – αλλά τώρα ζητάνε και τα ρέστα!
Μόνο φέτος έχουν χαθεί, λόγω ελλείψεων σε καθηγητές, πάνω από 32.000 (!) διδακτικές ώρες - αλλά τώρα ζητάνε και τα ρέστα!
Από το 2009 και μετά, οι μειώσεις δαπανών για τα σχολεία αγγίζουν το 47% (!) - αλλά τώρα ζητάνε και τα ρέστα!
Η Ελλάδα είναι η χώρα της ΕΕ, που, εκτός από το υψηλότερο ποσοστό μαθητικής διαρροής, παρουσιάζει και το «προνόμιο» το ποσοστό της αύξησης των νέων που βρίσκονται εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης να έχει αυξηθεί από το 2008 μέχρι το 2011 κατά 54,7% (!) - και τώρα ζητάνε και τα ρέστα!
Εκαναν τα σχολεία χώρους συνάθροισης φτωχοποιημένων δασκάλων με περικομμένα εισοδήματα κατά 40%, σε προθάλαμους ανεργίας για τους υποσιτιζόμενους και μη μαθητές και σε ένα διαρκές «δώσε» για τους ανήμπορους από τα χαράτσια γονείς – αλλά τώρα ζητάνε και τα ρέστα!
Αυτή είναι η «δημόσια και δωρεάν Παιδεία» τους στην Ελλάδα.
Τόσο «δημόσια» και τόσο «δωρεάν» που ακόμα και ένας πρώην πρωθυπουργός ομολογούσε ότι το «δημόσια και δωρεάν» όταν αναφέρεται στην Παιδεία συνιστά κακόγουστο ανέκδοτο.
Γι’ αυτή την «Παιδεία» τους οι Ελληνες γονείς πληρώνουν πάνω από 5 δισ. ευρώ το χρόνο.
Κι όμως όλοι αυτοί οι κύριοι που σπούδασαν στα Χάρβαρντ για να μας κυβερνήσουν (σ.σ.: γι’ αυτό μας κυβερνάνε τόσο καλά…) έχουν και το θράσος να ποζάρουν σαν προστάτες των «ονείρων», των «ελπίδων» και των «δικαιωμάτων» των μαθητών…
ΚΟΚΚΙΝΗ!
«Ο,τι έχω μάθει περί τιμής και καθήκοντος μου τα έχει διδάξει το ποδόσφαιρο».
Ετσι περιέγραφε σε κάποιες μακρινότερες εποχές ο Αλμπέρ Καμύ την αγάπη του γι’ αυτό το παιχνίδι.
Τι σχέση, όμως, έχει ο Καμύ με τους υπαίτιους της μετατροπής του παιχνιδιού μας, του ποδοσφαίρου, σε αυτή την ξεφτίλα, σε αυτή την ντροπή που είδαμε να εξελίσσεται για μια ακόμα φορά μπροστά στα μάτια μας στον τελικό του Κυπέλλου μεταξύ Ολυμπιακού – Αστέρα Τρίπολης; Μα τα λόγια του Καμύ αυτούς αφορούν. Προσωπικά!
Διότι οι κύριοι αυτοί δεν εκπροσωπούν τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι ακριβώς πρέπει να αποβληθεί. Εκπροσωπούν το ποδόσφαιρο των εφοπλιστών, των καναλαρχών και των πετρελαιάδων.Εκπροσωπούν αυτόν τον ναό του εμπορίου και της επαγγελματικής ίντριγκας που πρέπει να αποβληθεί από το ποδόσφαιρο! Το δικό μας ποδόσφαιρο!
Για όσους αγαπάμε τον Ολυμπιακό, για τους άλλους που αγαπούν τον Παναθηναϊκό, για τους τρίτους που αγαπούν την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τον Αστέρα, εν αρχή είναι η μπάλα. Χωρίς μπάλα δεν υπάρχει ούτε Ολυμπιακός, ούτε Παναθηναϊκός, ούτε τίποτα.
Μπάλα χωρίς Μαρινάκηδες, χωρίς Αλαφούζους, χωρίς Μελισσανίδηδες γίνεται (για την ακρίβεια μόνο έτσι γίνεται).
Να γιατί, τελικά, η αποβολή τους, η κόκκινη, η κατακόκκινη, η διά παντός αποβολή τους, η δική τους και των ομοίων τους από το ποδόσφαιρο, δεν είναι τίποτα λιγότερο από ζήτημα τιμής και καθήκοντος για όσους αγαπούν την μπάλα.
Η μπάλα – όπως και η ζωή – είναι ζήτημα τιμής και καθήκοντος να γίνει η «θεά» της συλλογικότητας. Του ταλέντου. Της άμιλλας. Της ομορφιάς. Του γνήσιου, του ανθρώπινου λάθους.
Η μπάλα – όπως και η ζωή – της αξίζει να είναι υπόθεση μεταξύ ανθρώπων, κανονικών ανθρώπων. Ο ιδρώτας αυτών που παίζουν, η χαρά για τη νίκη, η στεναχώρια για την ήττα, η πλάκα και το πείραγμα, να είναι καθαρά και ανιδιοτελή. Οχι υπόθεση της «παράγκας». Οχι το κλοτσοσκούφι της αθλιότητας και της «μουφιάς», όπως την έχουν καταντήσει.
*Δημοσιεύθηκε στο “ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ” την Τετάρτη 15 Μαίου 2013