Πρόλογος ιστολογίου: Αυτές τις ημέρες της ζωντανής μας τραγωδίας και της επερχόμενης φρίκης, ζώντας μέσα στα πλαίσια του "κοινωνικού αυτοματισμού", της πολιτικής αμετροέπειας και απόλυτης θρασύτητας και αυθάδειας, τις ημέρες που αρχίζουμε όλοι πια να καταλαβαίνουμε πως είμαστε κινούμενοι στόχοι ενός σάπιου και ετοιμοθάνατου πολιτικού συστήματος που αποφάσισε να μας πάρει όλους στον βόθρο που θα αποτελέσει και τον τάφο του, πρέπει να γυρίσουμε το μυαλό μας στα αυτονόητα, απαιτείται να προσανατολιστούμε και να κοιτάξουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που μας δείχνει το "δάχτυλο" των "διαμορφωτών της κοινής γνώμης", να νιώσουμε ο ένας το πρόβλημα το άλλου, να δούμε τα κοινά μας χαρακτηριστικά και βιώματα και με δάκρυα στα μάτια να ενωθούμε ελπίζοντας πως μέσα από αυτά θα μπορέσουμε να δούμε την μεγάλη αλήθεια, πως θα μπορέσουμε να νιώσουμε τι πραγματικά είναι η ζωή και να απαιτήσουμε να ζήσουμε -και όχι να επιβιώσουμε- σαν άνθρωποι. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, κοιτάζοντας μέσα στην καρδιά μας και μετά στα μάτια αυτού που συναντάμε. Να είστε σίγουροι πως θα δούμε πολλές ομοιότητες...
Γράφει η Λιλιάνα Δρίτσα
Η κοπελλίτσα στεκόταν διστακτικά στον διάδρομο όταν βγήκε από το κυλικείο του σχολείου ο κυρ-Ανέστης κουβαλώντας μια κούτα με αναψυκτικά. Την πέρασε για μαθήτρια.
- Θέλεις κάτι; τη ρώτησε.
- Το... το γραφείο των καθηγητών, ψέλλισε εκείνη. Ξέρετε πού είναι;
- Καινούργια είσαι; επέμεινε στο λάθος του αυτός. Από ποιό σχολείο;
- Καθηγήτρια είμαι, απάντησε το κορίτσι. Αναπληρώτρια...
- Ααα, στον διάδρομο, δεξιά.
- Ευχαριστώ.
- Τι διδάσκεις; την ρώτησε με περιέργεια...
Του φάνηκε τόσο μικρή...
- Μουσική, απάντησε το ίδιο δειλά μα, του φάνηκε, και με κάποια περηφάνεια...
Την ξαναείδε στο μεγάλο διάλειμμα. Ήρθε να πάρει έναν χυμό κι ένα κουλούρι.
- Τί έγινε; την ρώτησε φιλικά. Εντάξει; Σου έδωσαν πρόγραμμα;
Του φάνηκε μουδιασμένη.
- Ναι,εφτά ώρες την εβδομάδα...
- Λίγες, ε;
Η κοπελλίτσα κούνησε το κεφάλι της.
-Μου είπαν και για ένα άλλο σχολείο. Εδώ κοντά...
Του είπε τη συνοικία.
Δεν ήταν καθόλου κοντά.
- Εσύ πού μένεις;
- Προσωρινά στου Ζωγράφου,σε μια θεία μου. Όταν τακτοποιηθώ θα νοικιάσω. Είμαι από τη Θήβα, εξήγησε, αλλά στο νομό μου δεν είχε κενές θέσεις μουσικού...
Το άλλο πρωί ξανάρθε, στο μεγάλο διάλειμμα, πάλι.
- Πως τα πήγες με τα παιδιά; τη ρώτησε. Έχεις ξαναδιδάξει;
- Μόνο ιδιαίτερα. Καλά είναι τα παιδιά. Βέβαια, δυσκολεύομαι να τα κουμαντάρω ακόμα... Βλέπετε...
- Ναι, γέλασε αυτός, βλέπω, σε θεωρούν συνομίληκη...
Γέλασε κι αυτή.
Έσπασε ο πάγος. Σε κάποια στιγμή του είπε:
- Μου θυμίζετε τον πατέρα μου, κύριε Ανέστη.
Κι αυτός κολακεύτηκε...
Το κυλικείο έγινε το στέκι της. Τρεις μέρες τη βδομάδα που ερχόταν για μάθημα, όλα της τα διαλείμματα τα περνούσε εκεί-ίσως αισθανόταν ακόμα άβολα με τους άλλους καθηγητές που ήταν παλιοί στο σχολείο...
Την τρίτη βδομάδα θυμήθηκε να τη ρωτήσει πώς τα πάει στό άλλο σχολείο.
- Τελικά, τακτοποιήθηκες; Βρήκες σπίτι;
Δίστασε.
- Όχι, ακόμα.Ξέρεις, κυρ Ανέστη(είχαν περάσει στον ενικό), κι από το άλλο σχολείο μου έδωσαν πολύ λίγες ώρες. Ψάχνω να βρω κάτι φτηνό, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο... Κοιτάω και για τίποτα ιδιαίτερα... αλλά δεν ξέρω και κόσμο στην Αθήνα...
Του φάνηκε απογοητευμένη. Όμως,στο άλλο διάλειμμα που την ξαναείδε, έλαμπε ολόκληρη!
- Θα φτιάξω χορωδία, του είπε από τον διάδρομο ακόμα, το συζήτησα και με την Λυκειάρχη. Έχω ξεχωρίσει μερικά παιδιά από κάθε τάξη, θα κάνουμε πρόβες δυο απογεύματα τη βδομάδα και θα παρουσιάσουμε πρόγραμμα στη χριστουγεννιάτικη γιορτή!
Ήταν ενθουσιασμένη. Ο κυρ Ανέστης χαμογέλασε.
- Αντε, κερνάω χυμό να το γιορτάσουμε!
Είχε προσέξει πως τις τελευταίες μέρες έπαιρνε μόνο κουλούρι...
Την άλλη βδομάδα πρόσεξε πως τα μάτια της ήταν συννεφιασμένα.
- Τί έγινε; Σε βασανίζουνε τα πιτσιρίκια;
- Δεν βρίσκω φτηνό σπίτι, κυρ-Ανέστη...Ούτε και ιδιαίτερα...
Την κοίταξε με θλίψη.
«Ποιος έχει λεφτά για μαθήματα πιάνου...», σκέφτηκε.
- Κάτι θα γίνει,μην απογοητεύεσαι...
Η κοπελλίτσα κούνησε το κεφάλι της κι έφυγε για το μάθημά της.
Τη μεθεπόμενη βδομάδα την είδε για τελευταία φορά. Όχι την συνηθισμένη ώρα του διαλείμματος.
- Τι θέλεις εδώ; τη ρώτησε γελώντας. Αποβολή έφαγες;
Χαμογέλασε βιασμένα.
- Ήρθα να σε χαιρετήσω, κυρ-Ανέστη,και να σου πληρώσω έναν χυμό που σου χρωστάω. Φεύγω για Θήβα. Παραιτήθηκα...
Ο κυρ-Ανέστης κούνησε το κεφάλι του. Στο βάθος το περίμενε.
- Δε βγαίνει, ε;
Έκατσε σε μια καρέκλα που βρήκε μπροστά της. Φαινόταν πως με κόπο κρατούσε τα δάκρυά της.
- Ούτε για τα εισιτήριά μου δε φτάνουν τα λεφτά που παίρνω κι απ’ τα δυο σχολεία μαζί, είπε με παράπονο. Με τις κρατήσεις... Πού να νοικιάσω και σπίτι...
Την κοίταξε με θλίψη. Θυμήθηκε με πόσο ενθουσιασμό έβγαινε από την τάξη τις προηγούμενες μέρες.
«Κυρ-Ανέστη, τα κατάφερα», του’ λεγε, «να δεις τι ήσυχα που κάθονται τώρα! Θα τους μάθω ν’ αγαπάνε την καλή μουσική!»
Σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει την τσάντα της.
Ο κυρ-Ανέστης τη σταμάτησε.
- Ήταν κέρασμα, της είπε. Για τη γνωριμία μας. Να με θυμάσαι...
Του έδωσε το χέρι.
- Σ’ ευχαριστώ, του είπε, αν σε φέρει ο δρόμος προς Θήβα...
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν στο διάδρομο. Καμιά δεκαριά την κυκλώσανε.
- Είναι αλήθεια, κυρία, ότι φεύγετε;
- Ναι, παιδιά, κατάφερε να πει, έτοιμη να κλάψει, φεύγω...
- Γιατί, καλέ κυρία, γιατί φεύγετε;
- Κι η χορωδία μας; ακούστηκε μια φωνή ανάμεσα στις άλλες. Δε θα’χουμε πια χορωδία, κυρία;
Κάτι τους απάντησε αλλά ο κυρ-Ανέστης δεν μπόρεσε ν’ακούσει. Μια μεγάλη παρέα παιδιών είχε βγει στο διάδρομο και τραγουδούσε στη διαπασών ένα σκυλάδικο...
Η Λιλιάνα Δρίτσα είναι συγγραφέας, μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών