Εντός της εβδομάδας αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να πραγματοποιηθεί η συνάντηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας με την τρόικα. Τα θέματα που παραμένουν εκκρεμή και αναμένεται να τεθούν, είναι η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τις ομαδικές απολύσεις και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για να γίνουν οι απολύσεις πρέπει να προηγηθούν διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων και το αποτέλεσμα υποβάλλεται στον υπουργό Εργασίας, ο οποίος έχει το δικαίωμα να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τις απολύσεις.
Πρακτικά, από το 1983 που θεσμοθετήθηκε η διαδικασία αυτή με το νόμο 1387/83, δεν έχει υπάρξει έγκριση από τον αρμόδιο υπουργό για ομαδικές απολύσεις.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν ζητήσει κατά το παρελθόν την κατάργηση του δικαιώματος αρνησικυρίας (άσκηση «βέτο») του υπουργού Εργασίας πρακτική που σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει με εξαίρεση την Ολανδία.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας είχε δεσμευτεί ότι η νέα διαδικασία ομαδικών απολύσεων θα είχε θεσμοθετηθεί έως το τέλος του 2013 μετά την ολοκλήρωση σχετικής μελέτης. Τον περασμένο Ιανουάριο, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ) στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι εργοδοτών και εργαζομένων είχε συμφωνήσει σε ένα βασικό πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις.
Σε περιπτώσεις απολύσεων άνω του επιτροπομένου ορίου θα απαιτείται η έγκριση του ΑΣΕ και όχι του αρμόδιου υπουργού, με βασικό κριτήριο την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης που ζητεί τις απολύσεις, ενώ προβλέπονται προστατευτικές διαδικασίες όπως, κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που πρόκειται να αποληθούν, ρήτρες επαναπρόσληψης και σχέδιο αντιμετώπισης των κοινωνικών επιπτώσεων από την απώλεια των θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το μνημόνιο, η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να νομοθετήσει τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους μέσω της αφαίρεσης 3,9 ποσοστιαίων μονάδων από τις ασφαλιστικές εισφορές, έως και το 2016.
Αναζητούνται όμως τρόποι για να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό στα ασφαλιστικά ταμεία το οποίο, στελέχη του υπουργείου Εργασίας, εκτιμούν στα 700 εκατ. ευρώ, ανά έτος.
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά το κενό αυτό μπορεί εν μέρει να καλυφθεί από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας εξαιτίας της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους.
Για το ίδιο θέμα, ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έχει διατυπώσει την άποψη ότι «με τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος έχουν επιτευχθεί πολύ σημαντικές οικονομίες κλίμακος για τις επιχειρήσεις αλλά και το γενικότερο νοικοκύρεμα συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, στη μείωση της γραφειοκρατίας και στη μείωση διοικητικών βαρών και κατά συνέπεια του κόστους που επωμίζονται οι επιχειρήσεις».