Τα παιδιά που ζουν κοντά σε θορυβώδεις δρόμους με μεγάλη κίνηση οχημάτων, κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν τα συμπτώματα της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας...
(ΔΕΠΥ), σύμφωνα με μια νέα γερμανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κάρλα Τίσλερ του Ινστιτούτου Επιδημιολογίας του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών Χέλμχολτς για την Περιβαλλοντική Υγεία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικών ερευνών "Environmental Research", κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που εκτίθεντο στα υψηλότερα επίπεδα θορύβου έξω από το σπίτι τους, είχαν κατά μέσο όρο 28% περισσότερα συμπτώματα υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής σε σχέση με τα παιδιά που είχαν εκτεθεί στα χαμηλότερα επίπεδα θορύβου.
Όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως ο θόρυβος και η χημική ρύπανση, επιδρούν αρνητικά στη σωματική και ψυχική υγεία ιδίως των παιδιών. Ειδικότερα, ο συνεχής θόρυβος από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων ή των αεροπλάνων (αν ένα αεροδρόμιο βρίσκεται κοντά στον τόπο κατοικίας) επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδικού εγκεφάλου, καθώς προκαλεί αύξηση του επιπέδου των ορμονών του στρες ή διαταράσσει τον ύπνο των παιδιών, κάτι που έχει διάφορες επιπτώσεις, όπως η αδυναμία συγκέντρωσης την επόμενη μέρα.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τις περιπτώσεις περίπου 900 παιδιών ηλικίας δέκα ετών και συσχέτισαν το επίπεδο θορύβου στο σπίτι κάθε παιδιού, με τη συμπεριφορά του. Τα παιδιά που ζούσαν πιο κοντά στον δρόμο και μέσα στο θόρυβο, είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν συναισθηματικά συμπτώματα όπως η υπερβολική ανησυχία, ενώ είχαν και μεγαλύτερα προβλήματα αϋπνίας. Διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό παιδιών, που μπορεί να φθάνει και το 10%, εμφανίζουν συμπτώματα της ΔΕΠΥ στην ηλικία των τριών έως 17 ετών. Η εν λόγω διαταραχή και η έλλειψη ύπνου αποτελούν δύο καταστάσεις που επιδεινώνονται από τους θορύβους του περιβάλλοντος και αλληλοτροφοδοτούνται.
(ΔΕΠΥ), σύμφωνα με μια νέα γερμανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κάρλα Τίσλερ του Ινστιτούτου Επιδημιολογίας του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών Χέλμχολτς για την Περιβαλλοντική Υγεία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικών ερευνών "Environmental Research", κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που εκτίθεντο στα υψηλότερα επίπεδα θορύβου έξω από το σπίτι τους, είχαν κατά μέσο όρο 28% περισσότερα συμπτώματα υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής σε σχέση με τα παιδιά που είχαν εκτεθεί στα χαμηλότερα επίπεδα θορύβου.
Όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως ο θόρυβος και η χημική ρύπανση, επιδρούν αρνητικά στη σωματική και ψυχική υγεία ιδίως των παιδιών. Ειδικότερα, ο συνεχής θόρυβος από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων ή των αεροπλάνων (αν ένα αεροδρόμιο βρίσκεται κοντά στον τόπο κατοικίας) επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδικού εγκεφάλου, καθώς προκαλεί αύξηση του επιπέδου των ορμονών του στρες ή διαταράσσει τον ύπνο των παιδιών, κάτι που έχει διάφορες επιπτώσεις, όπως η αδυναμία συγκέντρωσης την επόμενη μέρα.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τις περιπτώσεις περίπου 900 παιδιών ηλικίας δέκα ετών και συσχέτισαν το επίπεδο θορύβου στο σπίτι κάθε παιδιού, με τη συμπεριφορά του. Τα παιδιά που ζούσαν πιο κοντά στον δρόμο και μέσα στο θόρυβο, είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν συναισθηματικά συμπτώματα όπως η υπερβολική ανησυχία, ενώ είχαν και μεγαλύτερα προβλήματα αϋπνίας. Διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό παιδιών, που μπορεί να φθάνει και το 10%, εμφανίζουν συμπτώματα της ΔΕΠΥ στην ηλικία των τριών έως 17 ετών. Η εν λόγω διαταραχή και η έλλειψη ύπνου αποτελούν δύο καταστάσεις που επιδεινώνονται από τους θορύβους του περιβάλλοντος και αλληλοτροφοδοτούνται.