Εγκλωβισμένοι στην κλειδωμένη ισοτιμία του ελβετικού φράγκου βρίσκονται περίπου 65.000 δανειολήπτες, που πήραν στεγαστικό δάνειο σε ξένο νόμισμα, ποντάροντας κυρίως στο χαμηλό επιτόκιο που είχε σε σχέση με το ευρώ.
Η μείωση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του euribor σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα εξανεμίζει το πλεονέκτημα που είχε αποτελέσει το ισχυρό δέλεαρ για χιλιάδες δανειολήπτες κατά την περίοδο προώθησης αυτών των προϊόντων, τη στιγμή που το κλείδωμα της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου στο 1,20 δεν επιτρέπει τη μείωση του άληκτου κεφαλαίου, σύμφωνα με την «Καθημερινή».
Υπενθυμίζεται ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχαν κάνει την εμφάνισή τους το 2006 και διαφημίστηκαν έντονα τόσο το 2007 όσο και το 2008, λόγου του χαμηλού επιτοκίου libor της περιόδου στο 2% - 2,5%, όταν το ευρωπαϊκό επιτόκιο κυμαίνονταν αντίστοιχα στο 3,6% - 5%. Την ίδια περίοδο (αρχές 2007) η ισοτιμία ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ ήταν στο 1,610 και κάποιος που έπαιρνε δάνειο σε ξένο νόμισμα ωφελούνταν τόσο από το χαμηλό επιτόκιο όσο και από το αδύναμο ελβετικό φράγκο σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα.
Η οικονομική κρίση που είχε ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του ελβετικού φράγκου, οδήγησε την Κεντρική Τράπεζα της χώρας να επιβάλει τον Σεπτέμβριο του 2011 πλαφόν στην ισοτιμία του νομίσματος σε σχέση με το ευρώ στο 1,20 και έκτοτε όσοι είχαν πάρει ήδη δάνειο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη σταθεροποίηση της οφειλής τους, παρά το γεγονός ότι συνέχισαν να καταβάλλουν κανονικά τις μηνιαίες δόσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα δανείου 100.000 ευρώ, που συνήφθη το 2009 με διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, όταν δηλαδή η ισοτιμία ήταν στο 1,494 και το επιτόκιο στο 1,2%, η οφειλή σε ευρώ παραμένει σήμερα στα 96.116 ευρώ, παρά το γεγονός ότι ο δανειολήπτης κατέβαλε κανονικά τις δόσεις του όλα αυτά τα χρόνια. Το παράδειγμα δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν διακύμανση του επιτοκίου, αλλά είναι ενδεικτικό του κόστους που μπορεί να προκαλέσει το συναλλαγματικό ρίσκο, ειδικά για κάποιον που δεν είναι σε θέση να το αναλάβει. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ανάλογα με τη στιγμή που κάποιος «μπήκε» στο προϊόν να οφείλει σήμερα παραπάνω από αυτά που δανείστηκε.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κόστος ή το όφελος μιας τέτοιας επιλογής πρέπει να αποτιμηθεί σε όλη τη διάρκεια του δανείου, συνυπολογίζοντας το κέρδος που είχε ο δανειολήπτης τόσο από το επιτόκιο όσο και τη συνολική διακύμανση της ισοτιμίας.
Το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί αποτυπώνεται και στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που δείχνουν ότι τα στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα ανέρχονται σήμερα σε 6 δισ. ευρώ, ποσό που παραμένει σταθερό από το 2008 μέχρι και σήμερα.
Η μείωση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του euribor σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα εξανεμίζει το πλεονέκτημα που είχε αποτελέσει το ισχυρό δέλεαρ για χιλιάδες δανειολήπτες κατά την περίοδο προώθησης αυτών των προϊόντων, τη στιγμή που το κλείδωμα της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου στο 1,20 δεν επιτρέπει τη μείωση του άληκτου κεφαλαίου, σύμφωνα με την «Καθημερινή».
Υπενθυμίζεται ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχαν κάνει την εμφάνισή τους το 2006 και διαφημίστηκαν έντονα τόσο το 2007 όσο και το 2008, λόγου του χαμηλού επιτοκίου libor της περιόδου στο 2% - 2,5%, όταν το ευρωπαϊκό επιτόκιο κυμαίνονταν αντίστοιχα στο 3,6% - 5%. Την ίδια περίοδο (αρχές 2007) η ισοτιμία ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ ήταν στο 1,610 και κάποιος που έπαιρνε δάνειο σε ξένο νόμισμα ωφελούνταν τόσο από το χαμηλό επιτόκιο όσο και από το αδύναμο ελβετικό φράγκο σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα.
Η οικονομική κρίση που είχε ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του ελβετικού φράγκου, οδήγησε την Κεντρική Τράπεζα της χώρας να επιβάλει τον Σεπτέμβριο του 2011 πλαφόν στην ισοτιμία του νομίσματος σε σχέση με το ευρώ στο 1,20 και έκτοτε όσοι είχαν πάρει ήδη δάνειο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη σταθεροποίηση της οφειλής τους, παρά το γεγονός ότι συνέχισαν να καταβάλλουν κανονικά τις μηνιαίες δόσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα δανείου 100.000 ευρώ, που συνήφθη το 2009 με διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, όταν δηλαδή η ισοτιμία ήταν στο 1,494 και το επιτόκιο στο 1,2%, η οφειλή σε ευρώ παραμένει σήμερα στα 96.116 ευρώ, παρά το γεγονός ότι ο δανειολήπτης κατέβαλε κανονικά τις δόσεις του όλα αυτά τα χρόνια. Το παράδειγμα δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν διακύμανση του επιτοκίου, αλλά είναι ενδεικτικό του κόστους που μπορεί να προκαλέσει το συναλλαγματικό ρίσκο, ειδικά για κάποιον που δεν είναι σε θέση να το αναλάβει. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ανάλογα με τη στιγμή που κάποιος «μπήκε» στο προϊόν να οφείλει σήμερα παραπάνω από αυτά που δανείστηκε.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κόστος ή το όφελος μιας τέτοιας επιλογής πρέπει να αποτιμηθεί σε όλη τη διάρκεια του δανείου, συνυπολογίζοντας το κέρδος που είχε ο δανειολήπτης τόσο από το επιτόκιο όσο και τη συνολική διακύμανση της ισοτιμίας.
Το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί αποτυπώνεται και στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που δείχνουν ότι τα στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα ανέρχονται σήμερα σε 6 δισ. ευρώ, ποσό που παραμένει σταθερό από το 2008 μέχρι και σήμερα.