Προτού κάνεις κριτική, οφείλεις να κάνεις αυτοκριτική. Προτού προχωρήσουμε στο παρακάτω λοιπόν, ας μιλήσουμε για τα ελληνικά media. Αυτά που έμειναν μουγκά, αμίλητα στην εποχή που ο σημερινός πρόεδρος της ΕΠΟ ξεπάτωνε την προηγούμενη Εθνική ομάδα, δηλαδή την καλύτερη Εθνική στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτά που έμειναν αμίλητα όταν τον έβλεπαν να διώχνει μέχρι και τους θυρωρούς της προηγούμενης Εθνικής, μη τυχόν και ξεφύγει κανείς, και τους αντικαθιστούσε με όλους αυτούς τους - ξένους ή Έλληνες - μαθητευόμενους μάγους που μαθαίνουν στου κασίδη το κεφάλι κομμωτική.
Τα media που δεν έβγαζαν κιχ τον καιρό που ο Γιώργος Σαρρής έδιωχνε με τη συμπεριφορά του τον Φερνάντο Σάντος και επέλεγε να αφαιρέσει συγχρόνως όλο το επιτελείο των προπονητών και λοιπών στελεχών που εργάζονταν για την Εθνική, για να τους αντικαταστήσει με άλλους, που δεν είχαν καμιά προηγούμενη αντίστοιχη εμπειρία. Τα media που έμειναν άλαλα όταν ο Σαρρής άφησε εν λευκώ τον Κλαούντιο Ρανιέρι να επιλέξει προπονητές για τις μικρές Εθνικές, με συνέπεια να προσληφθεί ο κουμπάρος του μάνατζερ - κολλητού του Ιταλού, ο οποίος λειτουργεί σαν τεχνικός διευθυντής της Εθνικής. Τον κουμπάρο που έφερε την ιστορική επιτυχία του 10-0.
Πάμε όμως τώρα παρακάτω.
Σε μια οποιαδήποτε “κανονική” χώρα, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας που θα είχε καταφέρει μέσα σε 3 μήνες να μετατρέψει μια εκ των κορυφαίων 16 ομάδων του Μουντιάλ σε σάκο του μποξ για Βόρειες Ιρλανδίες, θα είχε ήδη παραιτηθεί. Και αν δεν είχε παραιτηθεί, θα είχε αποπεμφθεί.
Σε μια “κανονική” χώρα βεβαίως ποτέ ένας τόσο άσχετος με τη διοίκηση ποδοσφαιρικού συλλόγου, με τη διοίκηση ποδοσφαίρου δεν θα είχε γίνει πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.
Σε μια “κανονική” χώρα, που θα είχε φτάσει να βρίσκεται ανάμεσα στις 16 καλύτερες του κόσμου και θα ερχόταν από μια χρυσή 10ετία, την καλύτερη στην ιστορία της, ένας νεόφερτος προπονητής που δεν έχει ξαναδουλέψει στη ζωή του σε Εθνική ομάδα, θα αναλάμβανε την Ελλάδα μόνο με τον όρο να δουλέψει με τους όρους της Ελλάδας και όχι τους δικούς του. Κανένας προπονητής δεν θα είχε λόγο στο “να υπάρχει ή να μην υπάρχει τεχνικός διευθυντής;”, ερώτημα. Κανένας προπονητής δεν θα αναλάμβανε να στελεχώσει την ραχοκοκαλιά του εθνικού ποδοσφαίρου, δηλαδή τους ομοσπονδιακούς προπονητές προτού συμπληρώσει έναν μήνα ζωής στην Ελλάδα.
Μια κανονική ποδοσφαιρική ομοσπονδία δεν θα έφερνε ποτέ έναν ξενόφερτο και πρωτόπειρο προπονητή για να τον ρίξει μόνο στα βαθιά, να του δώσει την καλύτερη Εθνική που είχε ποτέ, και να τον αφήσει ανεξέλεγκτο να πειραματίζεται πάνω στον οργανισμό της. Θα τον είχε βοηθήσει να προσαρμοστεί, να εξοικειωθεί, να μάθει, να κατανοήσει πόσο σημαντικό είναι να γίνονται οι αλλαγές αργά και σταδιακά και όχι σε μια νύχτα. Θα του είχε εξηγήσει πόσο επικίνδυνο είναι να πειραματίζεται με διαφορετικούς σχηματισμούς και διαφορετικά πρόσωπα σε κάθε επίσημο παιχνίδι. Θα τον είχε βάλει στο νόημα. Ακόμη και τότε που ήταν “καφενείο” και παραδόθηκε άνευ όρων στον Οτο Ρεχάγκελ, τον βοήθησε, έστω υποτυπωδώς, να προσαρμοστεί.
Δεν έχει μεγάλη σημασία τούτη τη στιγμή η κριτική στον προπονητή. Είναι καινούργιος, του είπαν ότι δεν πρέπει να καλεί τους “κακούς” ποδοσφαιριστές, ότι δεν πρέπει να βάζει τους “παλιούς”, του “έκατσε” η ατυχία να ξεκινήσει χωρίς κόσμο στο πρώτο παιχνίδι, έχασε την ψυχραιμία του, ή δεν την βρήκε ποτέ, άκουσε τον μάνατζερ και τους υπόλοιπους καινουργούς Έλληνες φίλους του, με συνέπεια να κάνει μαζεμένα σοβαρά λάθη στα δύο τελευταία παιχνίδια. Δεν φταίει ο Ρανιέρι που πειραματίζεται και δεν του βγαίνει τίποτα. Φταίει πρωτίστως και κυρίως αυτός που πειραματίστηκε τρεις μήνες πίσω με την πιο επιτυχημένη Εθνική στην ιστορία, αφήνοντας τον προπονητή να φύγει, διώχνοντας όλο το προηγούμενο καθεστώς διεύθυνσης του εθνικού ποδοσφαίρου και παραδίδοντας την Εθνική ομάδα σε έναν άγνωστο με την Ελλάδα που ανέλαβε σε μια νύχτα μια ευθύνη που δεν είχε αναλάβει ποτέ.
Σημασία για την Εθνική είναι να μαζέψει τα κομμάτια της, να ανασυγκροτηθεί σε χρόνο dt και να δώσει μια μεγάλη μάχη για να γυρίσει την κατάσταση και να φτάσει τουλάχιστον στα μπαράζ. Αλλά ποιος να το κάνει αυτό; Η σημερινή διοίκηση της ΕΠΟ;